Ο Αχιλλέας Παράσχος ήταν ρομαντικός ποιητής της Α’ Αθηναϊκής Σχολής του 19ου αιώνα. Η πατριδολατρία και η ευσέβεια χαρακτηρίζουν την ποίησή του. Σε πολλά ποιήματα εκφράζει τη θλίψη του για την έλλειψη μεγαλείου και επιτευγμάτων των Ελλήνων της εποχής του. Στην ετικέτα «Αχιλλέας Παράσχος» μπορείτε να διαβάσετε κάποια από αυτά. Ο Κωστής Παλαμάς έγραψε σε ένα άρθρο του πως την ιστορία του ’21 δεν την έμαθε από τον Παπαρρηγόπουλο αλλά από τα ποιήματα του Παράσχου. Στο ποίημα που δημοσιεύεται εδώ διακρίνουμε ότι ο Έλληνας ποιητής εκφράζει την πίστη ενός παιδιού στον Ιησού Χριστό αλλά και το σεβασμό του στην παράδοση που έλαβε από τους γονείς του και του παππούδες του. Το παιδί εκφράζει εκτίμηση για τα ήθη και τα έθιμα των προγόνων του και νιώθει αδιάσπαστο μέλος της Ελληνορθόδοξης παραδόσεως και ιστορίας του Έθνους του (Ναι’ σαν τους πάππους μου κ’ εγώ θα ζήσω, θα πεθάνω). Ταυτόχρονα εκφράζει κάθε σεβασμό προς το πρόσωπο του Ιησού Χριστού αλλά και βαθύτατη Πίστη αδιαφορώντας για τα ευφυολογήματα κάποιων άθεων (Ότι κι’ αν λένε, σ’ αγαπώ, Χριστέ, και σε λατρεύω’). Στο τέλος δηλώνει ξεκάθαρα πως όλα αυτά στην καρδιά του το έμαθαν να νιώθει ένα με τον λαό του (Είμαι λαός εις την καρδιά, στο νου, και πίστι, σ’ όλα). Εδώ η έννοια «λαός» έχει τη σημασία του Έθνους διότι μέσα από τη θρησκεία υπάρχει η κοινή παιδεία σε σκέψη και Πίστη. Με θαυμάσια ποιητική τέχνη ο Αχιλλέας Παράσχος εκφράζει το τρίπτυχο «Πατρίδα-Θρησκεία-Οικογένεια» πολύ πριν τον Νεοκλή Καζάζη και τον Ιωάννη Μεταξά.
Αλέξανδρος Καρράς
Α’
Χριστέ! σε τούτα τ’άπιστα, καταραμένα χρόνια,
Που δεν πιστεύουν τίποτε, ούτ’αγαπούν κανένα,
Που φως μας οδηγεί τυφλό και μας παγώνουν χιόνια,
Εγώ πιστεύω κι’ αγαπώ ολόψυχα Εσένα!
Πιστεύω σαν τη μάνα μου, πιστεύω σαν παιδάκι’
Πίνω τα’αθάνατο νερό κι’ αφήνω το φαρμάκι.
—–
Δεν είμ’ εγώ απ’ τους σοφούς που βλέπουν στα σκοτάδια,
Κι’ απ’ της υγείας βγάζουνε φαρμάκι το χορτάρι,
Πώχουν το νου τους έρημο και την καρδιά τους άδεια,
Και την ελπίδα σβύνουνε στου τάφου το λιθάρι.
Τη σκοτεινή σοφία τους στον άδη την αφήνω,
Το φως κ’ Εσέν’ ακολουθώ και στο σταυρό σου κλίνω!
—–
Δεν έγεινα τόσο σοφός ακόμα για να σβύσω
Μονάχος την υστερινή ελπίδα …και δεν τρέχω
Εις τους πιθήκους, ευγενείς προπάππους να ζητήσω
Πατέρα το θεόπλαστο Αδάμ αρκεί να έχω.
Ας χαίρονται την υψηλή αυτοί καταγωγή τους,
Και την ελπίδα ας σβύνουνε με τη σοφή πνοή τους!
—–
Όνειρα βλέπουν κ’ οι τυφλοί στου ύπνου την αγκάλη
Βλέπουν το φως που δεν μπορούν ημέρα να το ιδούνε,
Κι’ όταν ξυπνούνε, μένουνε σε μαύρη νύχτα πάλι’
Μα στο σκοτάδι με το φως ονείρου περπατούνε…
Αφήστε τους’ τον ύπνο τους φωτίζει ο θεός τους’
Όταν ξυπνάτε τους τυφλούς, τους κλέβετε το φως τους!
—–
Τυφλός αν ήμαι, τα’ όνειρο του ύπνου μου με φθάνει’
Βλέπω μακρύτερα μ’ αυτό τα’ αφώτιστο λαγγάδι,
Της χρυσαλίδος τα φτερά ο λύχνος στάχτη κάνει’
Τυφλόν’ η λάμψις η πολλή, το φωτεινό σκοτάδι.
Άστρα και ήλιοι της νυχτιάς γεμίζουν τον αιθέρα,
Όμως την νύχτα φαίνονται, δεν λάμπουν την ημέρα…
—–
Άχ! ένα μόνο ξέρω φως που λάμπει και δεν βλάφτει,
Ακοίμητο, αβασίλευτο’ μες’ στην καρδιά μας’ ένα,
Όπου το δίνει ο Θεός κ’ η πίστις το ανάφτει,
Και δεν το βλέπουν των σοφών τα μάτια τα κλεισμένα.
Το φως αυτό δεν τώχουνε, στα σκότη περπατούνε,
Για τούτο κάτω πέφτουνε, γι’ αυτό παραλαλούνε.
—–
Κείνο που βλέπεις μέσα σου δεν βλέπεις με το μάτι’
Κείνο που φθάνει η καρδιά ο νους δεν το εγγίζει.
Άφησε το δρόμο τον πλατύ και πάρε μονοπάτι….
Απ’ το Σωκράτη πιο πολλά ένα παιδί γνωρίζει!
Με μάτι κύτταζε αγνό νάχης το νου γεμάτο’
Ωσάν παιδί περπάτησε και δεν θα πέσης κάτω.
Β’
Το γάλα που εβύζαξα στης μάνας μου τα στήθεια,
Που την καρδιά μου πλάτυνε και ψήλωσε το νου μου,
Δεν το πουλώ για σκοτεινή αμφίβολη αλήθεια,
Και δεν θρονιάζω το μηδέν στο θρόνο του Θεούμου!
Ωσάν τους πάππους μου κ’ εγώ θα ζήσω, θα πεθάνω,
Νάχω θεό κάτω στη γη, νάχω θεό επάνω.
—–
Τη θλιβερή μου τη ζωή μονάχος δεν γυμνόνω’
Θέλω να έχω κάτι τι σαν φυλαχτό κοντά μου,
Όταν με δέρνη συμφορά, το μάτι να υψώνω
Και να δροσίζω με νερό ελπίδος την καρδιά μου.
Κι ’ όταν αγαπημένους μου στη γη ο χάρος βάλη,
Να λέγω “εταξείδεψαν, θ’ανταμωθούμε πάλι. “
—–
Θέλω και γη και ουρανό να γεφυρόνη ελπίδα
Μαλλιά και μάτι’ αγγελικά να βλέπω στ’ όνειρο μου,
Τον τάφο μου αθάνατη να σχίζω χρυσαλίδα,
Και Παναγιάς χαμόγελο εις το προσκέφαλο μου…
Κι’ επάνω μου να βρίσκεται όταν κοιμούμ’ Εκείνος,
Πούναι θεός στον ουρανό κ’ εδώ αγγέλου κρίνος!
—–
Θέλω λαμπάδαις κίτριναις να παίρνω τη Λαμπρή μου’
Μ’ ανθούς τον Επιτάφιο της Εκκλησιάς να ραίνω,
Αυγά να βάφω κόκκινα το Πάσχα στην αυλή μου,
Κ’ εις ρημοκκλήσι κάτασπρο καμμιά φορά να μπαίνω.
Θέλω ν’ αγιάζη ο σταυρός στον τάφο το κορμί μου,
Και να μ’ ανάφτη ένα κερί θλιμμένο το παιδί μου!
Γ’
“Πιστεύω !” να τα φώτα μου’ το Ευαγγέλιο μου
Διαβάζω μ’ άδολη καρδιά κ’ ευρίσκω το Θεό μου.
Και πιο σκοτάδι, ποια νυχτιά αυτό δεν εξορίζει;
Σαν ήλιος κάθε του ψηφί και γράμμα με φωτίζει.
Βλέπω, ακούω το Θεό σε κάθε του σελίδα,
Και πιάνω με τα χέρια μου, την πιάνω την ελπίδα!
—–
Χριστέ μου! στα πελάγη σου δροσίζω την ψυχή μου,
Και κρίνο κάνω κάτασπρο τα’ αμαρτωλό κορμί μου.
Ότι κι’ αν λένε, σ’ αγαπώ, Χριστέ, και σε λατρεύω’
Όπου κι’ αν πας σ’ ακολουθώ, τους λόγους σου πιστεύω.
Δεν εξετάζω από πού ο ήλιος ανατέλλει’
Ας έχω φως, κι’ ας έρχεται απ’ όπου και αν θέλη.
—–
Ναι’ σαν τους πάππους μου κ’ εγώ θα ζήσω, θα πεθάνω
Με τα’ όνειρο του ουρανού στους κόλπους Σου επάνω.
Άλλοι ας ονειρεύωνται θεό τον εαυτό τους,
Και ας αδειάζουν την καρδιά από τον θησαυρό τους.
Της περηφάνειας τα φτερά την ίδια την κρεμίζουν.
Όσοι αδειάζουν την καρδιά το νου τους δεν γεμίζουν!
—–
Ψυχή δεν είμαι που φωτιά του άδου τη γεννάει,
Και με την πίστι του Χριστού κοιμούμαι πλάϊ πλάϊ.
Η φύσις χέρια μούδωσε να κάνω το σταυρό μου,
Κι όχι φτερά για ν’ ανεβώ να ρίξω το Θεό μου.
Δεν έχω κύμα στη ψυχή και πάθη φλογοβόλα’
Είμαι λαός εις την καρδιά, στο νου, και πίστι, σ’ όλα!
—–
Αχιλλέας Παράσχος, 1879