
Γράφει ο Νικηφόρος Θεοδώρου
Η Ελλάς αναμένει τους σωτήρες της σε μια εποχή πολλαπλών, καταστροφικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Η εισβολή των βαρβαρικών ορδών, η προδοσία των πολιτικών, ο εκφυλισμός του λαού, η αποχαύνωση και ο ξεπεσμός της νέας γενιάς, η πλήρης καταστροφή της παιδείας, η αποθέωση της ατομικότητας και του εγώ, είναι τα συμπτώματα μιας αρρώστιας που σαπίζει την ασθενή, ενώ αυτή αναζητά βοήθεια σε ξενόφερτα ιδεολογήματα, όπως αυτά του κοινοβουλίου, του σοσιαλισμού, του καπιταλισμού· ιδεολογήματα δηλαδή ξένα προς το ελληνικό έθνος και με παγκόσμιο χαρακτήρα. Η ασθενής κακώς ψάχνει σ’ αυτά τη θεραπεία, διότι η Ελλάς δε θα μπορούσε να βρει καλύτερο φάρμακο πουθενά, παρά στον ίδιο της τον εαυτό. Το φάρμακο είναι η ίδια η Ελλάς και ο ελληνικός εθνικισμός.
Ο ελληνικός εθνικισμός είναι μοναδικός στο είδος του. Όχι διότι ως Έλλην θέλω να επαινέσω τον εαυτό μου, αλλά διότι είναι ο πρώτος και ο αρχαιότερος απ’ όλους τους εθνικισμούς, ο οποίος αντιγράφηκε μετέπειτα από τους βαρβάρους χωρίς να γίνει κάποια αλλαγή στην ουσία του. Πρώτος ο Έλλην όρισε ποια θα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του εθνικισμού, ακόμα κι όταν δε χρησιμοποιούσε αυτόν τον όρο για να τον περιγράψει, δηλαδή το κοινό αίμα, οι κοινές παραδόσεις, η κοινή γλώσσα και η κοινή θρησκεία. Το επίτευγμα του ελληνικού εθνικισμού είναι πως έδωσε σε όλους τους άλλους εθνικισμούς τα βασικά στοιχεία τους και άρα και τη βασική μορφή του όρου «εθνικισμός», ο οποίος ωστόσο διαφοροποιείται από λαό σε λαό.
Οι Έλληνες ήσαν πάντοτε εθνικιστές, ακόμα και όταν κάποια εκ των βασικών χαρακτηριστικών που προείπαμε άλλαζαν σταδιακά ή μετατρέπονταν με τις χιλιετίες σε άλλα πράγματα, τα οποία ωστόσο στον πυρήνα τους είχαν τις ίδιες, διαχρονικές, ελληνικές αξίες. Βλέπουμε το ελληνικό έθνος και τη μεγαλοσύνη του και στεκόμαστε ως ανθρωπίσκοι μπροστά στην αίγλη που αυτό εκπέμπει, ταυτόχρονα όμως ως άλλα ανδράποδα δε βλέπουμε τους σοφούς άνδρες και γυναίκες του έθνους μας, αλλά ψάχνουμε σε κάποιους τόπους και περιοχές, που μέχρι πριν χίλια χρόνια θα γέλαγες και μόνο να τ’ αναφέρεις. Αυτοί οι οποίοι είναι ελληνόφωνοι και θεωρούν πως με εξ ολοκλήρου αντιγραφές από ξένους εθνικισμούς θα φέρουν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα στη λύση του ελληνικού προβλήματος, πλανώνται, αλλά αυτό δεν τους σταματάει από το να συνεχίσουν και μάλιστα με φανατική διάθεση να υπερασπίζονται ζημιογόνα προς τον ελληνικό λαό δόγματα. Και όμως τώρα, που το ελληνικό έθνος περνάει τη μεγαλύτερη κρίση του στην πολυχιλιετή ιστορία του, τώρα που οι εκλεκτοί του πρέπει να εμφανιστούν, πολλοί απ’ αυτούς αρνούνται να δουν το φως του. Αντ’ αυτού ψάχνουν να βρουν αν ήταν πιο σωστός ο Χίμλερ ή ο Στράσσερ.
Ηρόδοτος, Βιβλίο Θ’: «αὖτις δὲ τὸ Ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα, τῶν προδότας γενέσθαι Ἀθηναίους οὐκ ἂν εὖ ἔχοι.»
Αυτή η δουλικότητα προς τους ξένους πρέπει να ξεπεραστεί. Αν θέλουμε να λεγόμαστε άξιοι και να εκπληρώσουμε τα πεπρωμένα του έθνους, οφείλουμε να χτυπήσουμε την ξενομανία μανιωδώς. Από την αρχαιότητα μέχρι τον Περικλή Γιαννόπουλο το μήνυμα είναι ένα και κατηγορηματικό: ό,τι μη ελληνικό είναι βάρβαρο. Βρισκόμαστε λοιπόν γι’ άλλη μια φορά σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας. Αν καταφέρουμε να αποτρέψουμε τον καρκίνο, ο οποίος κάθε μέρα μεγαλώνει στα σπλάχνα μας, και εν συνεχεία να δημιουργήσουμε τον Γ’ Ελληνικό Πολιτισμό, τότε ίσως ξεπεράσουμε τους προγόνους μας και όντως γραφτεί με χρυσά γράμματα το όνομά μας στην ιστορία, αλλιώς στο μέλλον ίσως κάποιος άλλος «Πλάτων» γράψει για μια άλλη «Ατλαντίδα» (βλέπε Κριτίας) που έπεσε λόγω του εκφυλισμού και της συνεχούς κατάπτωσης του λαού της. Ας μη γίνει η Ελλάς νέα Ατλαντίδα.
Ας δούμε τι γράφει ο Πλάτων στο έργο «Κριτίας» σε απόδοση των εκδόσεων Κάκτος:
«Όταν όμως ατόνησε κι εξαφανίστηκε σιγά σιγά το θεϊκό στοιχείο από μέσα τους, επειδή αναμείχθηκε πολύ με το θνητό στοιχείο, κι επικράτησε το ανθρώπινο, τότε άρχισαν να συμπεριφέρονται άσχημα, μη μπορώντας ν’ αντέξουν το βάρος του πλούτου που είχαν. Σ’ αυτόν που είχε τη δυνατότητα να παρατηρεί φαίνονταν αισχροί, που είχαν χάσει τα πιο πολύτιμα από τ’ αγαθά τους. Σ’ εκείνους όμως που δεν μπορούσαν να διακρίνουν ποια είναι η πραγματικά ευτυχισμένη ζωή, φαίνονταν κατ’ εξοχήν καλοί και ευλογημένοι, παρά την πλεονεξία που τους είχε καταλάβει ν’ αυξάνουν με κάθε τρόπο τα πλούτη τους. Ο Δίας λοιπόν, ο θεός των θεών, που κυβερνάει σύμφωνα με τους νόμους, επειδή μπορεί να βλέπει τέτοια πράγματα, παρατηρώντας ότι αυτός ο χρηστός λαός τραβούσε για την καταστροφή, αποφάσισε να τον τιμωρήσει, για να γίνουν νουνεχείς αφού συνετιστούν.»