
Ω Πάνα κι αδερφές Κυρές, λαχανιασμένος ήρθα
στην αψηλή σας τη σπηλιά. Καφτό είναι το λιοπύρι
πάνω στους βράχους κι άφρενος ο τζίτζικας στριγλίζει
στα πεφκωμένα ρέματα. Μ’ άγια δροσιά σταλάζει
μεσ’ τη μονιά σας τη σκιαστή και πίστομα πεσμένος
πίνω σιγά απ’ τη βρύση σας. Και μάγουλα κι αγκώνες
στο κρυονέρι σας βουτώ.. Στους ήσκιους εκεί απάνω
της θολωσιάς οι μέλισες χρυσόφτερες βουίζουν.
Και δώρα φέρνω σας, θεοί, βατόμουρα και σύκα
χλωρό τυρί κι ασπρότατο σκαμάγκι από τη στάνη
και δώστε μου, ω καλόκαρδοι, τα πράτα να πληθαίνουν
μεσ’ το μαντρί και το χιονιά να μη ζυγώνει λύκος
και να είν’ το γάλα αστέρεφτο. Και πιο σιγά το λέω,
καλές κυρές, μην πάρετε το νου και τη μιλιά μου.
Πέτρος Βλαστός
(η ορθογραφία είναι του ποιητή)