
Γράφει ο Αλέξανδρος Καρράς
Σε στιγμές που ένας λαός έχει χάσει την ελευθερία του χρειάζεται μία ώθηση για την έγερσή του. Χρειάζεται ένα παράδειγμα, ένα πρότυπο. Κι αυτό πάντοτε βρίσκεται στο παρελθόν ενός λαού. Λαός που έχει αποκοπεί από το ιστορικό του παρελθόν, που λησμόνησε τις ρίζες του και τα επιτεύγματα των προγόνων του, δεν έχει από πού να πιαστεί, δεν έχει καμία ελπίδα να αντλήσει πίστη χωρίς εκείνες τις μνήμες που συνδέουν με άρρηκτους δεσμούς γενεές και γενεές σχηματίζοντας την απαραίτητη εθνική συνείδηση. Το Γένος, έτσι έλεγαν οι επαναστατημένοι Έλληνες έχοντας συνειδητοποιήσει ποιοι είναι. Και το συνειδητοποίησαν γνωρίζοντας την ιστορία τους. Ενθυμούμενοι το ένδοξο μακραίωνο παρελθόν τους και συνειδητοποιώντας ποιανών υπήρξαν η σπορά. Εκείνα τα αρχαιοελληνικά ονόματα δεν είχαν τίποτα το τυχαίο, ούτε κι οι παρομοιώσεις με αρχαίους ήρωες και ημίθεους, όπως η γνωστή προσφώνηση του Γεωργίου Καραϊσκάκη «Αχιλλέας της Ρωμιοσύνης».
Γνώριζαν άριστα την καταγωγή τους, ακόμα και τη βυζαντινή κι αυτό αποδεικνύεται από εκείνη την απάντηση του Κολοκοτρώνη στον Άγγλο Χάμιλτον: «Μίαν φοράν, ὅταν ἐπήραμεν τὸ Ναύπλιον, ἦλθε ὁ Ἅμιλτον νὰ μὲ ἰδεῖ· μοῦ εἶπε ὅτι: «πρέπει οἱ Ἕλληνες νὰ ζητήσουν συμβιβασμόν, καὶ ἡ Ἀγγλία νὰ μεσιτεύσει». Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα, ὅτι: «Αὐτὸ δὲν γίνεται ποτέ, ἐλευθερία ἢ θάνατος. Ἐμεῖς, Καπετὰν Ἅμιλτον, ποτὲ συμβιβασμὸν δὲν ἐκάμαμεν μὲ τοὺς Τούρκους. Ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους ἐσκλάβωσε μὲ τὸ σπαθί καὶ ἄλλοι, καθὼς ἡμεῖς, ἐζούσαμεν ἐλεύθεροι ἀπὸ γενεὰ εἰς γενεά. Ὁ βασιλεὺς μας ἐσκοτώθη, καμμία συνθήκη δὲν ἔκαμε· ἡ φρουρά του εἶχε παντοτινὸν πόλεμον μὲ τοὺς Τούρκους καὶ δύο φρούρια ἦτον πάντοτε ἀνυπότακτα». Μὲ εἶπε: «Ποία εἶναι ἡ βασιλικὴ φρουρά του, ποῖα εἶναι τὰ φρούρια;» – «Ἡ φρουρὰ τοῦ Βασιλέως μας εἶναι οἱ λεγόμενοι Κλέφται, τὰ φρούρια ἡ Μάνη καὶ τὸ Σούλι καὶ τὰ βουνά». Ἔτζι δὲν μὲ ὁμίλησε πλέον.» Ο βασιλιάς στον οποίο αναφέρθηκε ο Κολοκοτρώνης ήταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος!
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στην περίφημη προκήρυξη της 24ης Φεβρουαρίου του 1821, υπό τον τίτλο «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», έκλεινε με τα εξής λόγια, επιχειρώντας να προσδώσει μια άμεση σύνδεση με το ένδοξο και μακρινό παρελθόν, των αγώνων της ελληνικής φυλής έναντι των βαρβάρων της Περσίας:
«Ἂς καλέσωμεν λοιπὸν ἐκ νέου, ὦ ἀνδρεῖοι, καὶ μεγαλόψυχοι Ἕλληνες, τὴν ἐλευθερίαν εἰς τὴν κλασικὴν γῆν τῆς Ἑλλάδος. Ἂς συγκροτήσωμεν μάχην μεταξὺ τοῦ Μαραθῶνος καὶ τῶν Θερμοπυλῶν. Ἂς πολεμήσωμεν εἰς τοὺς τάφους τῶν Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι διὰ νὰ μᾶς ἀφήσωσιν ἐλευθέρους ἐπολέμησαν καὶ ἐπέθανον ἐκεῖ. Τὸ αἷμα τῶν τυράννων εἶναι δεκτὸν εἰς τὴν σκιὰν τοῦ Ἐπαμινώνδου Θηβαίου, καὶ τοῦ Ἀθηναίου Θρασυβούλου, οἵτινες κατετρόπωσαν τοὺς τριάκοντα τυράννους· εἰς ἐκείνας τοῦ Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος, οἱ oπoίoι συνέτριψαν τὸν Πεισιστρατικὸν ζυγόν· εἰς ἐκείνην τοῦ Τιμολέοντος ὅς τις ἀπεκατέστησε τὴν ἐλευθερίαν εἰς τὴν Κόρινθον καὶ τὰς Συρακούσας, μάλιστα εἰς ἐκείνας τοῦ Μιλτιάδου καὶ Θεμιστοκλέους τοῦ Λεωνίδου καὶ τῶν Τριακοσίων, οἵτινες κατέκοψαν τοσάκις τοὺς ἀναριθμήτους στρατοὺς τῶν βαρβάρων Περσῶν, τῶν ὁποίων τοὺς βαρβαρωτέρους καὶ ἀνανδροτέρους ἀπογόνους πρόκειται εἰς ἡμᾶς σήμερον μὲ πολλὰ μικρὸν κόπον νὰ ἐξαφανίσωμεν ἐξ ὁλοκλήρου. Εἰς τὰ ὅπλα λοιπόν, φίλοι, ἡ Πατρὶς μᾶς προσκαλεῖ!»
Ο Μακρυγιάννης αναφέρεται αρκετά σε ό,τι αφορά την σύνδεση των Ελλήνων με τους αρχαίους προγόνους, εκφράζει την οργή του για την κακομεταχείρηση των Ελλήνων από τους Ευρωπαίους και υπενθυμίζει ότι η Ελλάς υπήρξε το φως της Ευρώπης:
«Αφού ο Θεός τους λυπήθη και θέλει να τους αναστήση, οι άνθρωποι τους καταπολεμούν να τους φάνε, να τους χάσουνε, να τους σβύσουνε να μην ξαναειπωθούν Έλληνες. Και τι σας έκαμεν αυτό τ᾿ όνομα των Ελλήνων εσάς των γενναίων αντρών της Ευρώπης, εσάς των προκομμένων, εσάς των πλούσιων; Όλοι οι προκομμένοι άντρες των παλαιών Ελλήνων, οι γοναίγοι όλης της ανθρωπότης, ο Λυκούργος, ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο Λεωνίδας, ο Θρασύβουλος, ο Δημοστένης και οι επίλοιποι πατέρες γενικώς της ανθρωπότης κοπιάζαν και βασανίζονταν νύχτα και ημέρα μ᾿ αρετή, με ᾿λικρίνειαν, με καθαρόν ενθουσιασμόν να φωτίσουνε την ανθρωπότη και να την αναστήσουν να ᾿χη αρετή και φώτα, γενναιότητα και πατριωτισμόν. Όλοι αυτείνοι οι μεγάλοι άντρες του κόσμου κατοικούνε τόσους αιώνες εις τον Άδη ᾿σ έναν τόπον σκοτεινόν και κλαίνε και βασανίζονται δια τα πολλά δεινά οπού τραβάγει η δυστυχισμένη μερική πατρίδα τους. Χάνοντας αυτείνοι, εχάθη και η πατρίδα τους η Ελλάς, έσβυσε τ᾿ όνομά της. Αυτείνοι δεν τήραγαν να θησαυρίσουνε μάταια και προσωρινά, τήραγαν να φωτίσουν τον κόσμο με φώτα παντοτινά. Έντυναν τους ανθρώπους αρετή, τους γύμνωναν από την κακή διαγωή και τοιούτως θεωρούσαν γενικώς την ανθρωπότη και γένονταν δάσκαλοι της αλήθειας. Κάνουν και οι μαθηταί τους οι Ευρωπαίοι την ανταμοιβή εις τους απογόνους εμάς -γύμναση της κακίας και παραλυσίας. Τέτοι᾿ αρετή έχουν, τέτοια φώτα μας δίνουν. Μια χούφτα απογόνοι εκεινών των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ᾿ άλλα τ᾿ αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν την μάσκαρα του Γκραν-Σινιόρε, του Σουλτάνου, οπού ᾿χε εις το πρόσωπόν του κ᾿ έσκιαζε εσέναν τον μεγάλον Ευρωπαίον. Και του πλέρωνες χαράτζι εσύ ο δυνατός, εσύ ο πλούσιος, εσύ ο φωτισμένος, και τον έλεγες Γκραν-Σινιόρε, φοβώσουνε να τον ειπής Σουλτάνο. Όταν ο φτωχός ο Έλληνας τον καταπολέμησε ξυπόλυτος και γυμνός και του σκότωσε περίτου από τετρακόσες-χιλιάδες ανθρώπους, τότε πολέμαγε και μ᾿ εσένα τον χριστιανόν- με τις αντενέργειές σου και τον δόλο σου και την απάτη σου κ᾿ εφόδιασμα τις πρώτες χρονιές των κάστρων…. […] Όσο πιστεύουν τους κόλακες κι᾿ απατεώνες, τους γλυκόγλωσσους, οι βασιλείς κ᾿ οι άλλοι σημαντικοί, του διαβόλου το φόρεμα θα φορέσουν κ᾿ εκείνοι. Πάμε, Ναπολέων, να ιδούμεν τους παλιούς τους Έλληνες εις το μέρος οπού κατοικούνε, να ᾿βρούμε τον γέρο Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Θεμιστοκλή, τον λεβέντη Λεωνίδα και να τους ειπούμεν τις χαροποιές είδησες, ότι αναστήθηκαν οι απόγονοί τους, οπού ήταν χαμένοι και σβυσμένοι από τον κατάλογον της ανθρωπότης. Αυτείνοι οι αγαθοί και οι δίκαιγοι, το φως της αλήθειας, οι γενναίγοι ᾿περασπισταί της λευτεριάς, με πατριωτισμόν, με καθαρή αντρεία, μ᾿ αρετή κι᾿ όχι δόλον κι᾿ απάτη επλούτηναν την ανθρωπότη από αυτά κι᾿ αν ήταν αυτείνοι φτωχοί εις τα προσωρινά και μάταια, είναι πλούσιοι πολύ εις τα ᾿στορικά του κόσμου. Δι᾿ αυτούς ήταν τα έργα τους αγώνες της αρετής. Δια τούτο θέλησε ο Θεός ο δίκιος κι᾿ ανάστησε και τους απογόνους τους, οπού ήταν χαμένη τόσους αιώνες η πατρίδα τους, Και δια-να θυμώνται πίστη, ο Θεός ο αληθινός τους ανάστησε ξυπόλυτους γυμνούς, νηστικούς, δεμένα τα ντουφέκια τους με σκοινιά, τα καλά τους τα σύναζε ο Τούρκος κάθε καιρόν οι περισσότεροι πολεμούσαν με τα ξύλα και χωρίς τ᾿ αναγκαία οι Τούρκοι ήταν πλήθος και γυμνασμένοι οι δυστυχείς Έλληνες ολίγοι κι᾿ αγύμναστοι νίκησαν τον δικόνε-μας τον σύντροφον, τον Γκραν-Σινιόρε.»
Ο Τερτσέτης δεν ήταν αντίθετης άποψης και όριζε την επάνασταση ως φυλετική παρομοιάζοντάς την με Θερμοπύλες απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας κι όλο τον Αγώνα ως πόλεμο Ευρώπης και Ασίας:
«Η αξία και η χάρις του Ελληνικού αγώνος είναι η δικαιοσύνη του. Δια ποιάν αιτία μυριοεπαινούνται οι Θερμοπύλες, και ο Σπαρτιάτης βασιλέας, και οι σύντροφοι του, ειμή ότι εις το στένωμα εκείνο επολεμούσαν δια τους τάφους των γονέων τους, δια την ελευθερίαν της πατρίδος, και την δόξαν της φυλής; – Πολεμούν, πολεμούν και δεν νικούνται ποτέ, και η φωνή των αιώνων τους εμψυχώνει εις το κονταροκτύπημα. – Ο Θεός επάτησε, πατεί ως σφραγίδα του την ωραιότητα και την αιωνιότητα εις τα δίκαια και γενναία έργα των ανθρώπων. Εις τα 1821 θάλασσα και στεριά Ελληνική έγιναν Θερμοπύλες, όθεν εξηγείται, πως λαοί, και οι πλέον ευαίσθητοι άνδρες του αιώνος έδειξαν τόση συμπάθεια δια τον αγώνα.»
Ο Παπαφλέσσας πριν την μάχη στο Μανιάκι και την αυτοθυσία του με 300 Έλληνες απέναντι στον υπεράριθμό στρατό του Ιμπραήμ θυμήθηκε τους αρχαίους Έλληνες: «Εγώ δεν ήρθα εδώ για να μετρήσω τον στρατό του Ιμπραήμ απ’ τα ψηλώματα. Πρέπει οπωσδήποτε να τον κρατήσω εδώ, στο Μανιάκι, διότι μόνο έτσι θα γλυτώσει ο Μοριάς. Καθίστε όλοι εδώ να πεθάνουμε σαν αρχαίοι Έλληνες».
Η ομιλία του Κολοκοτρώνη προς τους νέους στην Πνύκα το 1838 μας δίνει μια αδιαμφισβήτητη επιβεβαίωση για τα παραπάνω. Οι Έλληνες πολεμούσαν τον Τούρκο έχοντας άριστη γνώση και πίστη στην αρχαία τους καταγωγή:
Εἰς αὐτὴν τὴν δυστυχισμένη κατάσταση μερικοὶ ἀπὸ τοὺς φυγάδες γραμματισμένους ἐμετάφραζαν καὶ ἔστελναν εἰς τὴν Ἑλλάδα βιβλία, καὶ εἰς αὐτοὺς πρέπει νὰ χρωστοῦμε εὐγνωμοσύνη, διότι εὐθὺς ὁποὺ κανένας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ λαὸ ἐμάνθανε τὰ κοινὰ γράμματα, ἐδιάβαζεν αὐτὰ τὰ βιβλία καὶ ἔβλεπε ποίους εἴχαμε προγόνους, τί ἔκαμεν ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Ἀριστείδης καὶ ἄλλοι πολλοὶ παλαιοί μας, καὶ ἐβλέπαμε καὶ εἰς ποίαν κατάσταση εὑρισκόμεθα τότε. Ὅθεν μᾶς ἦλθεν εἰς τὸ νοῦ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε καὶ νὰ γίνουμε εὐτυχέστεροι. Καὶ ἔτσι ἔγινε καὶ ἐπροόδευσεν ἡ Ἑταιρεία.
«Εἰς αὐτὴν τὴν δυστυχισμένη κατάσταση μερικοὶ ἀπὸ τοὺς φυγάδες γραμματισμένους ἐμετάφραζαν καὶ ἔστελναν εἰς τὴν Ἑλλάδα βιβλία, καὶ εἰς αὐτοὺς πρέπει νὰ χρωστοῦμε εὐγνωμοσύνη, διότι εὐθὺς ὁποὺ κανένας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ λαὸ ἐμάνθανε τὰ κοινὰ γράμματα, ἐδιάβαζεν αὐτὰ τὰ βιβλία καὶ ἔβλεπε ποίους εἴχαμε προγόνους, τί ἔκαμεν ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Ἀριστείδης καὶ ἄλλοι πολλοὶ παλαιοί μας, καὶ ἐβλέπαμε καὶ εἰς ποίαν κατάσταση εὑρισκόμεθα τότε. Ὅθεν μᾶς ἦλθεν εἰς τὸ νοῦ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε καὶ νὰ γίνουμε εὐτυχέστεροι. Καὶ ἔτσι ἔγινε καὶ ἐπροόδευσεν ἡ Ἑταιρεία. Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ κάμωμε τὴν Ἐπανάσταση, δὲν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα, οὔτε πὼς δὲν ἔχομε ἄρματα, οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε «ποῦ πᾶτε ἐδῶ νὰ πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα», ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναῖοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση. Εἰς τὸν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἕνας ἐπῆγεν εἰς τὸν πόλεμο, ὁ ἀδελφός του ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναῖκα του ἐζύμωνε, τὸ παιδί του ἐκουβαλοῦσε ψωμὶ καὶ μπαρουτόβολα εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ ἐὰν αὐτὴ ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δυὸ χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καὶ τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία, καὶ ἴσως ἐφθάναμε καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τοὺς Τούρκους, ὁποὺ ἄκουγαν Ἕλληνα καὶ ἔφευγαν χίλια μίλια μακρά.»
Ποιο είναι λοιπόν το δίδαγμα όλων αυτών; Η εθνική μνήμη, η καλή γνώση της ιστορίας του
έθνους μας και οι δεσμοί με το προγονικό μας παρελθόν μας, με την γη μας και η συνειδητοποίηση της φυλετικής μας συγγένειας ως Γένος είναι τα θεμέλια κάθε αγώνα ανεξαρτησίας. Άνευ μνήμης και κοινής συνείδησης ουδείς λαός μπορεί να ξεσηκωθεί, σε τίποτα δεν μπορεί να πιστέψει, τίποτα δεν τον ενώνει και ο λαός σκορπίζει σε ατομικότητες. Ας αντιληφθούμε σήμερα, 200 έτη μετά την έναρξη του απελευθερωτικού μας Αγώνα, για ποιο λόγο ελαχιστοποιούν τις σελίδες στα σχολικά βιβλία που αφορύν το μάθημα της ιστορίας, γιατί δεν γυρίζονται πλέον ταινίες κινηματογραφικές βασισμένες στην ελληνική ιστορία, γιατί η παράδοση περιφρονείται και γιατί κάποιοι ιστορικοί που συνδέονται άμεσα με το υπάρχον καθεστώς επειχειρούν να μας πείσουν ότι δεν έχουμε καμία φυλετική συγγένεια με τους Έλληνες του αρχαίου κόσμου. Όμως, μην επαναπαυόμαστε στις ένδοξες σελίδες της ιστορίας μας, μην νιώθουμε και τόσο περήφανοι για τις θυσίες και τον ηρωισμό των Αγωνιστών του 1821, όχι εμείς, όχι σήμερα, όχι όσο δεν έχουμε κάτι νέο να επιδείξουμε σε μια εποχή που το κράτος μας δεν εμπνέει κανένα σεβασμό στον υπόλοιπο κόσμο. Να μην ξεχνάμε ποτέ τα λόγια του Γεωργίου Τερτσέτη:
«Μη γένοιτο, κανείς από ημάς να είναι γνώμης, ότι επειδή η αρχαία Ελλάς έγραψε την Ιλιάδα, εστόλισε με πολύτιμες ζωγραφιές την Ποικίλη Στοά των Αθηνών, αρίστευσε εις την Σαλαμίνα ή έχυσε φως πολιτισμού εις τα Εσπέρια έθνη, πρέπει σήμερον οι λαοί της Ευρώπης να μας κοιτάζουν εις τα μάτια, τι θέλομεν. Η λάμψις των προγόνων θεατρίζει την ασχήμια των τέκνων, αν οι μεταγενέστεροι είναι ανόμοιοι των επαινεμένων αρχαίων, ή κοιμώμενοι εις τες προπατορικές δάφνες τες άφησαν να μαραθούν και να τριφθούν, αν μίσος, φθόνος, δεισιδαιμονία, ανανδρία, εμφύλιοι πόλεμοι, εξόρισαν ελευθερίαν και αρετήν. Μη γένοιτο να τιμούνται όσοι εξόρισαν ελευθερία και αρετήν. Μη γένοιτο να τιμούνται όσοι ατιμούν τους γεννήτορας.»
Αν θυμηθούμε, με αφορμή τα 200 χρόνια, ποιοι πολέμησαν και γιατί και σε ποιους οφείλουμε την ελευθερία, τότε ας κάνουμε αυτά που πρέπει, ας επιστρέψουμε στο ύψος που απαιτεί το παρελθόν μας και η κληρονομιά μας.
Ας μην ξεχνάμε ότι έδιναν βόλια στους Τούρκους οι αγωνιστές για να σώσουν τον Παρθενώνα κι ας θυμηθούμε τα λόγια του Μακρυγιάννη: «Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια- φαίνονταν οι φλέβες, τόσην εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες και στ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων χίλια τάλαρα γύρευαν. Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μη καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε.»
Για αυτά τα μάρμαρα πολέμησαν εκείνοι και σήμερα το κράτος τα έχει νοικιάσει στους Ευρωπαίους με τα μνημόνια της δεκαετίας που πέρασε. Για ποια περηφάνεια μιλάμε σήμερα; Τι σχέση έχουμε με εκείνους που πέθαναν για ελευθερία; Μιλάμε για ένα κράτος που άφησε χωρίς σύνταξη, ζητιάνο και τυφλό τον Νικηταρά, που φυλάκισε τον Κολοκοτρώνη καταδικάζοντάς τον σε θάνατο και αρνήθηκε σύνταξη στην Μαντώ Μαυρογένους, σε μια γυναίκα που πρόσφερε όλη της την περιουσία στον αγώνα. Στο ερώτημα «Και τι κάνατε για την πατρίδα κυρία Μαυρογένους;» η απάντηση της μεγάλης Ελληνίδας ήταν κυνική, περήφανη και ανατριχιαστική: «ΤΙΠΟΤΑ». Ο αγώνας ήταν αγώνας του Έθνους, του Γένους, του λαού. Το κράτος φρόντισε για το κράτος και μόνο. Ας μη ζητάμε από το κράτος αυτό να τιμήσει τον Αγώνα του 1821, είναι ύβρις. Το 1821 ανήκει στον λαό και μόνο.