
Γράφει ο Νίκος Βοματίδης
Το τοπίο των ιδεών όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά το πέρας του Β’ Π.Π. οδήγησαν σε μία σκόπιμη λήθη των γενεαλογιών και των βαθύτερων ιδεολογικών και φιλοσοφικών ζυμώσεων, οι οποίες ξεκίνησαν στην Ευρώπη μετά τη Γαλλική Επανάσταση.
Αυτό βέβαια δεν πραγματοποιήθηκε λόγω κάποιας «συνωμοσίας της σιωπής» ή κάποιας ηθελημένης εκμηδένισης όλων όσων θύμιζαν το πρόσφατο παρελθόν. Αν και δεν μπορούμε να απορρίψουμε τέτοιου είδους προθέσεις, ειδικά μετά τον ολοκληρωτικό πόλεμο που μόλις είχε λάβει τέλος και ο οποίος είχε προκαλέσει βαθιά ρήγματα μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών και είχε ενισχύσει τα πολιτικά μίση, κύρια αιτία ήταν ότι ο μεταπολεμικός κόσμος δεν είχε σκοπό να γυρίσει στο παρελθόν.
Αυτή η συνθήκη ως νέα ιστορική προοπτική βέβαια, περικλείστηκε σε μία ουτοπία της ειρήνης και του απόλυτου διαλόγου σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής, που για να συνεχίσει να υπάρχει θα έπρεπε να δαιμονοποιήσει μία συγκεκριμένη εποχή και μία συγκεκριμένη ιδεολογία, δίκαια βέβαια θα λέγαμε, ώστε να υποστηρίξει την πίστη σε μία νέα αρχή του κόσμου.
Αυτή η νέα αρχή βέβαια επισκιάστηκε από τον «Ψυχρό Πόλεμο» και τον χωρισμό του κόσμου μεταξύ των νέων υπερδυνάμεων, δηλαδή των Η.Π.Α. και της Σοβιετικής Ρωσίας, που εν τέλει επανέφεραν την αβεβαιότητα τόσο στους ήδη πληγέντες ανά τη γη αναμειχθέντες με την προηγούμενη παγκόσμια σφαγή όσο και στους κατοίκους των ίδιων των χωρών τους.
Σήμερα, αρκετά χρόνια μετά τον «Ψυχρό Πόλεμο» και την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, επανερχόμαστε σε μία κατάσταση διακρατικής κρίσης, ζώντας σε μία εποχή που ήδη περνάει σε μία νέα μορφή κρίσης τόσο συλλογικής όσο και ατομικής.
Με βάση αυτή την αρχή στο μυαλό του και με διάθεση γόνιμου διαλόγου με το παρελθόν ο συγγραφέας προσπαθεί να επαναπροσεγγίσει κάποιες ιδέες γενεαλογικά, και πιο συγκεκριμένα αυτή του πολυφορεμένου πλέον όρου του «εθνικισμού» και τη σύνδεσή του με τα κοινωνικά και σοσιαλιστικά προτάγματα της εποχής, τη μοναρχία αλλά και τον αντισημιτισμό, με σκοπό να καταδείξει την πολυσημία του φαινομένου που εμφανίστηκε αργότερα τον 20ό αιώνα με τη συμβατική μορφή του «φασισμού» όσο και τη σύνδεσή του με το ιδεολογικό κλίμα του προηγούμενου αιώνα.
Αυτό όμως δεν θα μπορούσε να γίνει δίχως την αναφορά, μέσα στο παρόν βιβλίο, σε πολιτικές και διανοητικές μορφές του 19ου αιώνα, όπως ο ιδρυτής της Action Française Σαρλ Μωρράς, ο διανοούμενος και συγγραφέας του, γνωστού πλέον στο ελληνικό κοινό, βιβλίου «Η γη και οι νεκροί» Μωρίς Μπαρρές, ο δικός μας Ίωνας Δραγούμης, ο τυχοδιώκτης αριστοκράτης Μαρκίς ντε Μορέ και τέλος ο Ιταλός πρωτοφασίστας και μετέπειτα συνεργάτης του Μουσολίνι, Ενρίκο Κοραντίνι.
Ιδιαίτερα οι μορφές του Μορέ και του Μπαρρές είναι, κατά τον συγγραφέα, σημαντικές αν σκεφτεί κάποιος τις αναφορές τους στον σοσιαλισμό και τη μείξη που επιτέλεσαν μεταξύ αυτού και μίας πιο «εθνικιστικής θεώρησης», μία θέση που κληρονόμησε έμμεσα από αυτούς και ο Δραγούμης, ο οποίος όντας φίλος του Κορδάτου θέλησε να βρει μία νέα πολιτική ζύμωση μέσα από τη μείξη των δύο αυτών, όχι τόσο αντίθετων μεταξύ τους κατά αυτών, θεωριών.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να πούμε περιληπτικά, μη θέλοντας να κουράσουμε περισσότερο τον αναγνώστη με λεπτομέρειες τις οποίες μπορεί να βρει εξάλλου μέσα στο ίδιο το βιβλίο, για να μην υπάρξει παρεξήγηση πως ο όρος «εθνικοσοσιαλισμός» υπήρξε όντως τότε σαν όρος και σαν πρώιμη ιδέα, αλλά σε καμία περίπτωση με τη μορφή που εμφανίστηκε αργότερα στη ναζιστική Γερμανία κατά τον Μεσοπόλεμο ούτε είχε μέσα της το σπέρμα των αντιεπιστημονικών «φυλετικών θεωριών» των ναζί.
Παρακάτω ο συγγραφέας και σε συνέχεια της ανάλυσής του, μάς αναφέρει το πόσο ήταν διαδεδομένη η ιδέα του αντισημιτισμού τον 19ο αιώνα, προτού γίνει σήμα κατατεθέν του ναζισμού, βρίσκοντας εκφραστές του σε πρόσωπα, πέρα από τους δηλωμένους αντισημίτες της εποχής, όπως ο Γάλλος Εντουάρ Ντρουμόν, των οποίων οι υποστηριχτές σήμερα κάθε άλλο παρά θα ενέκριναν τις θέσεις τους, όπως οι γνωστοί αναρχικοί θεωρητικοί Προυντόν και Μπακούνιν, ο πατέρας του κομμουνισμού Μαρξ, ο φιλόσοφος του μηδενισμού Νίτσε και τέλος ο γνωστός σε όλους συνθέτης κλασικής μουσικής Βάγκνερ, ο οποίος υπήρξε φίλος τόσο του Νίτσε όσο και του… Μπακούνιν.
Τέλος, στο τρίτο μέρος, ο συγγραφέας αναδεικνύει τη σύνδεση κάποιων χριστιανικών φασιστικών ή φασιζόντων κινημάτων και καθεστώτων που εμφανίστηκαν τόσο τον 19ο όσο και τον 20ό αιώνα με τον θεσμό της Μοναρχίας ως αντίδραση και απόρριψη της δημοκρατικής πολιτειακής οργάνωσης. Τέτοια φιλομοναρχικά χριστιανικά κινήματα και καθεστώτα υπήρξαν η 4η Αυγούστου του Μεταξά, το Νέο Κράτος του Σαλαζάρ, η Action Française, το κίνημα Rex του γνωστού αργότερα υποστηρικτή του Χίτλερ Ντεγκρέλ, η Ισπανική Φάλαγγα του Χοσέ Αντώνιο και η Οργάνωση «Χ» του Γρίβα.
Κλείνοντας την παρούσα παρουσίαση και μη θέλοντας να κουράσουμε περαιτέρω με λεπτομέρειες τον αναγνώστη, ο οποίος εξάλλου μπορεί να τις αναζητήσει στο ίδιο το βιβλίο, θα πω ότι το παρόν βιβλίο αποτελεί μία αναθεωρητική αμφισβήτηση σε ότι θεωρείται από πολλούς ως κάτι δεδομένο και είναι καλό να διαβαστεί ως μία καλή εισαγωγή για άλλες μετέπειτα πολιτικές και ιδεολογικές αναζητήσεις.
