Η ελληνική κοινωνία μαρξιστοκρατείται. Ο κομμουνισμός, η ιδεολογία που βασίστηκε στις θεωρίες του Εβραίου Μαρξ, έχει τυραννήσει και αιματοκυλήσει πολλούς λαούς, διαφόρων φυλών. Ο κομμουνισμός γέννησε παντού εμφυλίους με φρικτότερους της Ισπανίας και της Ελλάδας. Η Ορθοδοξία έχει διωχθεί από τον κομμουνισμό σε χώρες όπως η Ρωσία, η Ρουμανία και η Ουκρανία, και όμως παρέμεινε ζωντανή προσφέροντας χιλιάδες μάρτυρες και ομολογητές πίστεως. Παρόλα αυτά, όμως, ο Έλληνας ακόμα απολογείται σε κάθε κομμουνιστή που θα τον αποκαλέσει «φασίστα».
Βλέπετε οι κομμουνιστές έχουν καταφέρει να περάσουν στη συνείδηση των ανθρώπων ότι ο αριστερός, ο κομμουνιστής, ο μαρξιστής, είναι άνθρωπος με μόρφωση, με κουλτούρα, με κοινωνικές ευαισθησίες, φίλος της εργατιάς, ειρηνιστής, ανθρωπιστής και φιλάνθρωπος, ένας αγωνιστής για κοινωνική δικαιοσύνη. Το βιβλίο «Η Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού» αποτελεί μια συλλογική εργασία και αξίζει να μελετηθεί από κάθε ερευνητή της ιστορίας και της πολιτικής ώστε να μάθει τι έχουν κάνει στην ανθρωπότητα οι κομμουνιστές. (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας»).
Ο Έλληνας λοιπόν που σήμερα διαμαρτύρεται για τα αντιλαϊκά μέτρα (όρος που χρησιμοποιούσε η Αριστερά εδώ και δεκαετίες), για την προδοσία των Πρεσπών και για τη λαθρομετανάστευση αποκαλείται από τους Συριζαίους «φασίστας» και «ακροδεξιός». Είδαμε πρόσφατα μάλιστα έναν δημοσιογραφίσκο υποψήφιο ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ να απαντάει για τις διαμαρτυρίες Ελλήνων πολιτών «Ζήτω η δημοκρατία, κάτω ο Φασισμός». Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι ήταν φασίστες και φαινόντουσαν από τα μούτρα τους. Για τους κομμουνιστές φασίστας είναι όποιος διαφωνεί μαζί τους. Φασίστας είναι ο αντικομμουνιστής. Για τους κομμουνιστές «ο αντικομμουνισμός καταδικάζεται ως οιωνεί φασισμός», όπως αναφέρεται στο βιβλίο που προτείνουμε πιο πάνω. Στο ίδιο αναφέρεται επίσης το εξής: ««Η κυρίαρχη ιδεολογία του «αντικομμουνισμού» επιβάλλει κανόνες «πολιτικής ορθότητας», σύμφωνα με τους οποίους η εναντίωση στον κομμουνισμό είναι ταυτόσημη με το φασισμό, εφόσον ο «αντικομμουνισμός» θεωρείται συγγενής με τον τελευταίο». Ο Jean-Paule Sartre πέντε χρόνια μετά την επανάσταση της Ουγγαρίας είπε ότι «όλοι οι αντικομμουνιστές είναι σκυλιά».
Ένας άνθρωπος που μένει πιστός στα εθνικά ιδεώδη, στην πατρίδα του, στη φυλή του, στις παραδόσεις, στην οικογένεια, στη θρησκεία του, από τους κομμουνιστές χαρακτηρίζεται αυτόματα «φασίστας» ή «ναζιστής» ή «ρατσιστής». Το θέμα είναι όμως πόσο κακό είναι να είσαι φασίστας, αν ο φασισμός είναι πράγματι όλα αυτά, και για ποιο λόγο να απολογείσαι σε έναν ιδεολογικό απόγονο μιας ιδεολογίας που έχει αιματοκυλήσει την ανθρωπότητα, όταν αυτός σε αποκαλεί «φασίστα»;
Ο Έλληνας συνειδητοποιεί καθημερινά, και ίσως σιγά-σιγά εξοικειώνεται πια, ότι όταν μιλάει για την πατρίδα, την θρησκεία, την οικογένεια, τα σύνορα, την ασφάλεια, όταν διαμαρτύρεται για την ανεργία και την εγκληματικότητα των αλλοδαπών που εισέβαλαν στην Ελλάδα, τότε ακούγεται από δημοσιογράφους, βουλευτές κομμάτων κάθε παράταξης, καλλιτέχνες και διάφορους άλλους γελοίους της δημοσιότητας ότι είναι φασίστας.
Ένα ερώτημα γεννάται όμως: Αν για όλα αυτά που διαμαρτύρεται πιστεύει ότι έχει δίκιο, και έχει δίκιο φυσικά, τότε γιατί να αρνείται και γιατί να απολογείται απέναντι σε όσους τον προδίδουν και υποστηρίζουν την ιδεολογία των εγκληματιών;
Μήπως έφτασε ο καιρός πλέον να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους; Μήπως έφτασε ο καιρός να λέμε ότι είμαστε φασίστες, με την πραγματική έννοια του όρου, και να απολογούνται οι κομμουνιστές; Εφόσον για τόσο απλά και λογικά πράγματα ο κάθε Έλληνας πολίτης αντιμετωπίζεται ως φασίστας, με σκοπό να φιμωθεί, γιατί να μη γίνει φασίστας;
Ο George Orwell, που πολέμησε στον Ισπανικό Εμφύλιο κατά των εθνικιστών ως εθελοντής, το 1944 σε ένα άρθρο του μίλησε με ειλικρίνεια. Αφού ανέφερε ότι είχε ακούσει για τις πιο ανόμοιες ομάδες ανθρώπων τον όρο «φασισμός» κατέληξε σε ένα συμπέρασμα, σε μια πρόταση: «Αλλά ο φασισμός είναι επίσης ένα πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Γιατί, τότε δεν μπορούμε να έχουμε έναν σαφή και γενικά αποδεκτό ορισμό του; Αλίμονο δεν θα πάρουμε έναν ορισμό – όχι τώρα, εν πάση περιπτώσει. Στην ουσία θα χρειαζόταν να πω πάρα πολλά, αλλά βασικά ο λόγος είναι επειδή είναι αδύνατο να οριστεί ο φασισμός ικανοποιητικά χωρίς παραδοχές που όμως ούτε οι ίδιοι οι φασίστες, ούτε οι συντηρητικοί, ούτε και οι σοσιαλιστές οποιουδήποτε χρώματος είναι πρόθυμοι να κάνουν. Το μόνο που μπορεί να κάνει κάποιος προς το παρόν είναι να χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη με ένα ορισμένο βαθμό προσοχής και να μην την υποβαθμίζει, όπως γίνεται συνήθως, στο επίπεδο μιας βλαστήμιας».
Για τον Κωστή Παλαμά ο Φασισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά το νόημα της πατριδολατρείας σε μια ξένη γλώσσα. Από μια πιο πολιτική οπτική πρέπει να ξέρουμε ότι ο Φασισμός είναι το πραγματικό κέντρο, και όχι το άκρο, αφού συγχωνεύει την κοινωνική δικαιοσύνη που ευαγγελίζεται η Αριστερά και την μέριμνα για τη διατήρηση και την εξύψωση του Έθνους που ευαγγελίζεται η Δεξιά.
Και κυρίως, ο Φασισμός, αρνείται την πάλη των τάξεων, αρνείται τον εμφύλιο, κάτι που ο Λένιν στο βιβλίο «Κράτος και Επανάσταση» το υπερασπίζεται: «Και οι εμφύλιοι πόλεμοι είναι πόλεμοι. Όποιος παραδέχεται την πάλη των τάξεων δεν μπορεί να μην παραδέχεται τους εμφύλιους πολέμους, οι οποίοι σε κάθε ταξική κοινωνία αποτελούν τη φυσική και κάτω από ορισμένες συνθήκες αναπόφευκτη συνέχιση, ανάπτυξη και όξυνση της ταξικής πάλης. Αυτό το επιβεβαιώνουν όλες οι μεγάλες επαναστάσεις. Το να αρνιέσαι τους εμφύλιους πολέμους ή να τους ξεχνάς σημαίνει ότι πέφτεις στον έσχατο οπορτουνισμό και απαρνιέσαι τη σοσιαλιστική επανάσταση».
Για αυτό ο Δραγούμης έλεγε «πάψτε να πολεμάτε τον μπολσεβικισμό στην Ρωσία», για αυτό απαίτησε να επιβληθεί κοινωνική δικαιοσύνη ώστε να μην θεριέψει ο μπολσεβικισμός και αιματοκυλιστούν οι λαοί της Ευρώπης: «Οι ειρηνιστές είναι σοσιαλιστές ή σοσιαλίζοντες και οι σοσιαλιστές δεν θέλουν τους δυναστικούς ή εθνικούς πολέμους, υποστηρίζουν όμως τους κοινωνικούς πολέμους ανάμεσα στις τάξες. Άρα οι ειρηνιστές είναι φιλοπόλεμοι». Στις 20 Απριλίου του 1920 από την εφημερίδα «Αθηναϊκή» θα καλούσε τους Έλληνες σοσιαλιστές σε εθνικό σοσιαλισμό: «Εθνικόν σοσιαλισμόν, όχι υπό την γνωστήν έννοιαν, αλλ’ υπό την έννοιαν, ότι η εφαρμογή του θα είναι ανάλογος προς το έθνος και προς την κατάστασιν της εξελίξεώς του».
Το 1920 το κόμμα του Χίτλερ δεν είχε δύναμη. Ο όρος Εθνικός Σοσιαλισμός δε γεννήθηκε στη Γερμανία, η ένωση του εθνικισμού με τον σοσιαλισμό προτάθηκε από τους Γάλλους Σαρλ Μωρράς και Μωρίς Μπαρρές νωρίτερα. Πριν από τον Μουσολίνι προτάθηκε στην Ιταλία από τον Ενρίκο Κοραντίνι. Αυτές οι δύο ιδέες μαζί δημιούργησαν τον φασισμό και την αντίδραση στη δράση των μαρξιστών. Κανένας φασισμός όμως δεν είναι δυνατό να αντιγραφεί από άλλο λαό, από άλλο έθνος. Σε κάθε λαό εφαρμόζεται σύμφωνα με την δική του ιστορία, ψυχοσύνθεση και παράδοση. Για αυτό ο Γκαίμπελς είπε τα εξής:
«Από το γερμανικόν αυτό παράδειγμα ας αντλήση διδάγματα ο κόσμος. Βεβαίως ο Εθνικοσοσιαλισμός δεν είναι εμπόρευμα δια την εξαγωγήν, αι δε μέθοδοί του δεν πρόκειται να υποδειχθώσι προς μίμησιν, πολύ δε ολιγώτερον να επιβληθώσιν εις άλλους λαούς. Παρά ταύτα όμως, δύναται να είναι διδακτικός και δι’ άλλα έθνη ως εκ της πείρας του εις το ζήτημα της καταπολεμήσεως του Μπολσεβικισμού, ο δε τρόπος ενεργείας του σχετικώς ημπορεί να παρακινήση και άλλους λαούς ν’ ακολουθήσουν την αυτήν οδόν και να σωθούν ούτως από βαρυτάτας κρίσεις. Είθε να ενεργήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπον, προτού να είναι πλέον πολύ αργά. Διότι ο κίνδυνος επέρχεται ήδη πανταχού». (Μπολσεβικισμός, Θεωρία και πράξη)
Το ίδιο τόνισε κι ο Χίτλερ στις 21 Φεβρουαρίου του 1945, πολλά χρόνια μετά δηλαδή την δημόσια δήλωση του Γιόζεφ Γκαίμπελς: «Η Εθνικοσοσιαλιστική κοσμοαντίληψη, όπως δήλωνα ανέκαθεν, δεν προορίζεται για εξαγωγή. Συνελήφθη επί τούτου για τον γερμανικό λαό».
Αυτά τα λόγια βρίσκονται στην «Πολιτική Διαθήκη» του Αδόλφου Χίτλερ που κάποιοι απατεώνες εδώ και πολλά χρόνια διαδίδουν ότι είναι πλαστή.
Η μίμηση του ξένου, η αντιγραφή, ο πιθηκισμός του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού έχει ταλαιπωρήσει πολύ τον ελληνικό εθνικισμό. Έχει δώσει πολλά όπλα μάλιστα στο σύστημα να μας πολεμάει και να μας φιμώνει. Και κάνει επίσης τον λαό να αποστρέφεται την αλήθεια. Τα κακέκτυπα ποτέ δεν βρίσκουν ανταπόκριση. Ας ομολογήσουμε γενικώς απέναντι στους κομμουνιστές ότι είμαστε φασίστες κι ας αγωνιστούμε να δημιουργήσουμε έναν ελληνικό φασισμό πάνω στις βάσεις της ελληνικής ιστορίας, της παράδοσης, της διανόησης και ψυχοσύνθεσης, και φυσικά της Ορθοδοξίας. Και τότε η μεγάλη μέρα δε θα αργήσει!
Αλέξανδρος Καρράς