
«Δὲν θὰ κρίνετε Σεῖς οἱ Φράγκοι -τὰ χθεσινὰ Ἀγριογούρουνα- Ἐμᾶς, ἀλλ᾿ Ἐμεῖς θὰ κρίνωμε Σᾶς καὶ τὸν Πολιτισμόν σας» Περικλής Γιαννόπουλος
Ένας χλωμός αγωνιστής, του Διάκου παλληκάρι,
Απ’ όσους άφησε να ζούν ο θάνατος ακόμα,
Μισογερμένος επροχθές στο έρημο χορτάρι,
Αυτά τα λόγια έλεγε με πικραμένο στόμα
«Παιδί μου, φράγκεψες κ’ εσύ καθώς φραγκέψαν όλοι.
Μες στ’ αστενά φυλάκωσες το ελεύθερο κορμί σου
Το φόρεμα που έπαιζε με των εχθρών το βόλι,
Το εθνικό μας φόρεμα επρόδωσ’ η ψυχή σου….
Κανείς τη φουστανέλλα μας δεν θέλει να φορέση,
Κι’ ας την εζώσθη μια φορά του Διάκου μας η μέση !
Της φουστανέλλας έρχονται προσκυνηταί οι ξένοι,
Και δεν τη βρίσκουν εύκολα για να την χαιρετήσουν
Την βλέπουν μόνο κάποτε λερή και ξεσχισμένη,
Όταν κανένα ζήτουλα στον δρόμο απαντήσουν….
Α, όχι, μα την ύστερη ματιά του Κατσαντώνη,
Τη φουστανέλλα πάντοτε ζητιάνοι δεν φορούσαν,
Κλεφτόπουλα την έζωναν, λευκή ωσάν το χιόνι,
Και γέροντες αρματωλοί σα μάνα την τιμούσαν.
Τώρα…. Δεν θέλει από σας κανείς να την φορέση,
Κι ας την εζώσθη μια φορά του Βύρωνος η μέση !
Της φουστανέλλας τα παιδιά την μάνα τους μισούνε,
Τη μάννα που τα γέννησε ξεχνούν και δε γνωρίζουν
Κι όταν κανένα γέροντα της Κλείσοβας ιδούνε,
Αν δεν τον περιπαίξουνε, το πρόσωπο γυρίζουν !
Ας μη μας θέλουν τα παιδιά κι ας μη μας συμπονούνε,
Ας περιπαίζουν τ’ άρρωστα και γέρικα λειοντάρια,
Ας σχίσουνε το φόρεμα όπου καταφρονούνε,
Κι ας ξεγραφθούν τ’ απόμαχα του Φλέσσα παλληκάρια !
Κανείς τη φουστανέλλα μας ας μη τηνε φορέση,
Γιατί την ζώσθη μια φορά του Βεϊκου μας η μέση»
Κι’ ο γέρος αναστέναξε σαν κάτι να θυμήθη
«Βλέπεις τη φουστανέλλα μου που γέρασε μαζή μου ;
Από το χέρι το λευκό της Δέσπως εκεντήθη,
Και τώρα σαν τη Δέσπω μου την αγαπώ, παιδί μου….
Λευκή, μου είπε, Δήμο μου, σαν κρίνο σου την δίνω,
Κ’ εσύ σαν το τριαντάφυλλο στο αίμα να την βάψης !»
Κι απέθανε…. Τώρα κ’ εγώ παραγγελιά σ’ αφήνω,
Στο μνήμα με το χάρισμα της Δέσπως να με θάψης….
Κανείς τη φουστανέλλα μου δεν θέλω να φορέση
Η Δέσπω την εκέντησε για τη δική μου μέση !
Στου χρόνου τα λευκά φτερά η δόξα μας περνάει !
Γεράσαμε κ’ εγέρασε μαζή μας κ’ η πατρίδα
Να είχα τύχη νάπεφτα στου Διάκου μου το πλάϊ,
Να πέθαινα να μην ιδώ τα πράμματα που είδα….
Που είναι ; τι την κάματε την μάνα την αγία,
Που στο σπαθί μας ξέθαψε, παιδιά δυστυχισμένα ;
Γιατί γυρνά μεσάνυχτα εις τα νεκροταφεία,
Και κράζει όσους έπεσαν εις το Εικοσιένα ; ….
Όλο το έθνος φράγκικα κοντεύη να φορέση,
Κ’ εμείς μονάχα είχαμε για φουστανέλλα μέση !
Αχ, όποιος δεν επάλαιψε για την ελευθερία,
Εκείνος μόνο σήμερα σταυρούς στα στήθη φέρει.
Εμείς τους δείχνομε πληγαίς του στήθους αριστεία,
Που μας ταις εδωκ’ η τιμή με του εχθρού το χέρι !
Που ήσουν να μας έβλεπες στα πρώτα χρόνια τότε,
Όταν σαν ήλιος έλαμψαν της Ρούμελης τα νειάτα,
Και της αγίας Λαύρας μας οι πρώτοι στρατιώται,
Όταν φιλήσαν το σταυρό με τα καπετανάτα !
Να έβλεπες το Διάκο μου γλυκά συλλογισμένο,
Από το χέρι να κρατή το φρόνιμ’ Οδυσσέα,
Και το παιδί του Νοταρά χλωμό και δακρυσμένο,
Να χαιρετά του Γερμανού τη γαλανή σημαία….
Κανείς τη φουστανέλλα μας, κανείς ας μη φορέση,
Την εφορούσε μια φορά του Κυριακούλ’ η μέση !
Όχι , δεν είσθε εσείς παιδιά δικά μας, και πατέρα
Δεν έχετε τον Μπότσαρη και τον Καραϊσκάκη
Εις το κορμί δεν έχετε του Γρίβα τον αέρα,
Γιατί εμπολιασθήκατε με φράγκικο φαρμάκι….
Τους Φράγκους τούτους τους μισεί σαν Τούρκους η ψυχή μου !
Οι Φράγκοι την αγία μας ετούρκεψαν Σοφία,
Οι Φράγκοι εσκοτώσανε το ‘Ρήγα μας, παιδί μου,
Και Φράγκοι επροδώσανε της Πάργας την ανδρία….
Το φόρεμα τους το φτωχό κανείς ας μη φορέση
Για φουστανέλλα έχετε εσείς, παιδιά μου, μέση !»
1860