1868. Ο εθνικός ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης είναι βουλευτής Λευκάδος του κόμματος της αντιπολίτευσης με το κόμμα του Κουμμουνδούρου. Κυβέρνηση είναι το κόμμα του Βούλγαρη. Ο Γεώργιος Ιακωβάτος, βουλευτής του κόμματος του Βούλγαρη έχει ξεκινήσει μήνες νωρίτερα μια εξύβριση του Έθνους από βήματος της Βουλής. Καταφέρθηκε μάλιστα και δημόσια στις 29 Μαϊου του 1868 (επί της επετείου της Αλώσεως της Πόλης) με χλευαστικά στιχάκια κατά της ποίησης του μεγαλοϊδεάτη Βαλαωρίτη:
Κνούτο, κνου, Βαλαωρίτη
ως το στόμα κι ως τη τη μύτη
στα κεφάλια των παιδιών σου
στυλοβάτες των σκοπών σου!
Κνου, βρωμοποιηματούρα
που διαβάζει η Κουμουντούρα
που διαβάζει η σγαριλιά
η Κουμουντουροφωλιά.
Από βήματος της Βουλής έλεγε: «Σεις οι λεγόμενοι αντιπολιτευόμενοι ευρίσκεσθε απέναντι ημών εις την αυτήν θέσιν, εις ην ευρίσκεται εν τάγμα, όπερ απεστάτησεν. Είσθε άξιοι τουφεκισμού όλοι, αλλ’ επειδή τούτο δεν δύναται να γίνη, θα τουφεκίσωμεν τους αρχηγούς, θα σας δεκατίσωμεν. Και αν επέπρωτο τις εξ υμών να σωθή από τον τζουμπέν του Βούλγαρη, δεν θα σωθή βεβαίως από την βελάδα του Ιακωβάτου».
Την 5η Ιουνίου 1868 η συνεδρίαση διακόπηκε λόγω διαπληκτισμού Ιακωβάτου, Χατζοπούλου και Παπαμιχαλοπούλου. Στις 12 Ιουνίου του 1868 ο Βαλαωρίτης γράφει τα γεγονότα στην γυναίκα του:
«Προσέρχομαι κατά την στιγμήν εκείνην προς τους αναιδείς υβριστάς και λαβών εκ της χειρός τον Χαράλαμπον Ιακωβάτον τον ετίναξα βιαίως και τω είπον, ότι θα τον τιμωρήσω, αν δεν έπαυε προπηλακίζων τους φίλους μου. Αυτός ήρχισε να καγχάζη ειρωνικώς και εγώ εις απάντησιν του κατέφερα εν τοιούτον ράπισμα επί του προσώπου, ώστε έπεσε καταγής. Ο αδελφός του ηγέρθη και μοι επετέθη μετά πολλών άλλων, αλλ’ εν μέσω αυτών κατέφερα τοιαύτα κτυπήματα, ώστε ουτ’ εγώ εννοώ πόθεν μοι ήρχετο τοιαύτη δύναμις. Ο Κορωναίος, ο Κορυζής, όστις μανικός ων διά την ακύρωσιν της εκλογής του επλήρωνε τον Γεώργιον Ιακωβάτον διά φοβερών γρονθοκοπημάτων, οι βουλευταί της Ζακύνθου, ο Σαράβας, ο Πετμεζάς, ο Κατσάκος Μαυρομιχάλης και άλλοι πολλοί. Φαντάσθητι μόνη τι έγινεν. Εκενώθησαν τα ακροατήρια. Η φρουρά ετέθη εις τα όπλα, η συνεδρίασις διελύθη και άπασα η αντιπολίτευσις με συνώδευσε εις το ξενοδοχείον».
Τα καθάρματα της Κυβερνήσεως ζητούσαν την αποβολή του Βαλαωρίτη από το Κοινοβούλιο και την ποινική του δίωξη.Η επιτροπή των βουλευτών φοβήθηκε όμως την δημοτικότητα του Βαλαωρίτη και την εξέγερση της κοινής γνώμης καθώς και την απειλή του εθνικού μας ποιητή ότι θα μετέθετε την συζήτηση επί της πλατείας Συντάγματος.
Ο Βαλαωρίτης από του βήματος προσπάθησε να μιλήσει αλλά εν τέλει με τις αποδοκιμασίες και τις φωνές δεν τα κατάφερε. Πρόλαβε μεταξύ άλλων να πει: «Υπάρχουσι, Κύριοι, εν τω βίω των εθνών, καθώς και εν τω βίω των ατόμων, στιγμαί, καθ’ ως απέναντι της απολύτου δυνάμεως, απέναντι της υλικής δυνάμεως, αντιτάσσεται η συνείδησις, και εγώ έχω την συνείδησιν ότι εις το πρόσωπον των κ. Ιακωβάτων δεν προσβάλλω ούτε το Έθνος ούτε την Βουλήν. Απεναντίας, κύριοι, εάν προσεβλήθη κανείς, προσεβλήθη ο υβριστής του Έθνους. (θόρυβος, διακοπή). Λοιπόν εγώ είπον, ότι, εάν προσεβλήθη κανείς, προσεβλήθη εκείνος, όστις ύβρισε και το έθνος και την Βασιλείαν και την Εκκλησίαν και το Αρκάδι και την Κρήτην και παν ότι έχετε ιερόν εδώ μέσα. (Επιδοκιμασίες και αποδοκιμασίες και θόρυβος εν τη Βουλή)
Εν συνεχεία ο Βαλαωρίτης διαμαρτύρεται ότι του στερούν το ιερότερο δικαίωμα, αυτό της ελευθερίας του λόγου. Χαρακτηρίζει μάλιστα ως βία τον τρόπο με τον οποίο δεν τον αφήνουν να μιλήσει. Και γράφει στη γυναίκα του: «Παραιτώ το βήμα, η αντιπολίτευσις εγείρεται σύσσωμος, ασπάζεται την διαμαρτύρησίν μου και εξερχόμεθα του Βουλευτηρίου. Το πλήθος του λαού μας παρακολουθεί. Μένει η συμπολίτευσις μόνη και ψηφίζει την αποδοκιμασίαν διά το ξυλοκόπημα του Ιακωβάτου». Όσα έγραψε ο Βαλαωρίτης επιβεβαιώνονται από τα πρακτικά. Ο Βαλαωρίτης πήρε την απόφαση να παρατήσει την πολιτική και να επιστρέψει στην Λευκάδα και στην οικογένεια του. Και γράφει ξανά προς τη γυναίκα του:
«Άκουσον, Λίζα μου. Τι θέλεις να κάμω εγώ πλέον εντός της ελληνικής Βουλής; Το ράπισμα όπερ εδόθη εις την Ελλάδα σήμερον δεν θα της επιτρέψει να ανακύψει τον αυχένα επί πολλά έτη. Όλος λοιπόν ο κοινοβουλευτικός βίος θα είναι μόνον σύγκρουσις των κομμάτων προς κατάληψιν της εξουσίας. Πάθη, έριδες, εκδικήσεις θα είναι οι καρποί τοιούτου πολιτικού σταδίου. Δεν είναι αληθές; Εγώ λοιπόν κατ’ ουδένα λόγον θέλω να βυθισθώ εντός του βορβόρου τούτου. Θέλω να διατηρήσω άμωμον το μέτωπόν μου και δεν θέλω να ευρεθή κανείς, όστις να είπη, ότι ο Εθνικός της Ελλάδος ποιητής επεζήτησε την Ένωσιν αποβλέπων εις σκοπούς προσωπικούς».
Έχουν περάσει 149 χρόνια κι ακόμα τίποτα δεν άλλαξε. Η προφητεία του εθνικού μας ποιητή επιβεβαιώθηκε κι ισχύει ως σήμερα.
Ο Παλαμάς που υπήρξε λάτρης της ποίησης του Βαλαωρίτη έγραψε:
«Στα κοινοβουλευτικά μας χρονικά η 5η Ιουνίου 1868, ημέρα ιστορική. Στη συνεδρία της Βουλής της ημέρας εκείνης, βουλευτής Λευκάδος ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης του «Θανάση Διάκου» και του «Αστραπόγιαννου», ο επικός ψάλτης του αρματωλικού ηρωισμού, τινάχτηκ’ έξαφνα θριαμβευτής. Δηλονότι έψαλε τον αναβαλλόμενο με τη γροθιά του κατακέφαλα του αντιπάλου του. Ο αντίπαλος Χαράλαμπος ο Ιακωβάτος, συνάδελφος από το Ληξούρι, αδελφός του τεράστιου Γιωργαντάρα, σωριάτσηκε κατά γης φαρδής μακρής κεραυνόπληχτος. […] Ολυμπιακοί αγώνες πυγμάχων. Θα μπορούσε ο ζωγράφος να τους απαθανατίση, επιγράφοντας τον πίνακά του με το ρητό του Ψυχάρη, λακωνικώτατα χαρακτηριστικό της νεοελληνικής ψυχολογίας, το ρητό που βρίσκεται στο πρώτο κεφάλαιο του «Ταξιδιού» του, τηλαυγές μέτωπον του όλου, όταν αποφάσισε, μια δροσολουσμένη αυγή ανοιξιάτικη, να κατεβή στην Ελλάδα: «Θέλω δόξα και γροθιές!». Η αλήθεια είναι πως ο τεράστιος Γεωργαντάρας την άλλη μέρα από το βήμα της Βουλής καυχήθηκε πως αυτός ίσα – ίσα έκαμε κομμάτια με τις γροθιές το κεφάλι του Βαλαωρίτη. Αδιάφορο. Η Βουλή ως επίσημο πυγμάχο πρωταθλητή των Ολυμπιακών αγώνων και γνώρισε και κήρυξε το Βαλαωρίτη. Τον αποδοκίμασε. Ευτύχημα. Από τότε ο Βαλαωρίτης, σα να είχε ξυπνήσει από κακό όνειρο, ήρθε στα σύγκαλά του. Δεν ξαναπάτησε στη Βουλή, δεν ξανάβαλε βουλευτικήν υποψηφιότητα, γύρισε στην εξοχή της Μαδουρής του, όπου η παραμερισμένη από την πολιτική Μούσα τον επερίμενε στοργικά, προβάλλοντάς του, θέμα τοπικό μαζί και πανελλήνιο, για μουσική ανάπτυξη, την Επανάσταση της Βουκέντρας στα 1537 με το «Φωτεινό» της. […] Μπορεί να ειπούμε πως πολιτικός και ποιητικός Βαλαωρίτης, ραψωδός και ρήτορας, (με όλο τον αντιρρητορικό χαρακτήρα της τέχνης του), Βαλαωρίτης από τη Μαδουρή και Βαλαωρίτης από το Βήμα είναι στοιχεία δυσκολοξεχώριστα. Το ένα συνακολουθεί και πότε αλλοιώνει και πότε συμπληρώνει το άλλο. Από μια όψη της η πατριωτική ποίηση είναι ποίηση πολιτική, με όλα τα χαρίσματα και με όλα τα ελαττώματα του είδους. Ο Βαλαωρίτης δεν πέρασε, απλώς, από τη Βουλή. Έζησε κι έδρασε, πολιτευόμενος γνήσιος. […] Οι λόγοι του και στην Ιόνια Βουλή και στην Εθνοσυνέλευση των Αθηνών και στην Ελληνική Βουλή και στο λαό της Λευκάδας, σε μια πλατιά περίοδο, από τα 1857 έως τα 1868 και περ’ ακόμα δεν περιορίζεται μόνο στα εθνικά ζητήματα και στα όνειρα της Mεγάλης Ιδέας. Ο Βαλαωρίτης υπερασπίζεται την ατελή εισαγωγή των προϊόντων στην Επτάνησο, μιλεί για το φορολογικό σύστημα, αγορεύει για πόρους ικανούς να διατηρήσουν τη συγκοινωνία σε στεριά και θάλασσα, γυρεύει την ανασύσταση του Πρωτοδικείου στη Λευκάδα, ανακατώνεται στην εξέλεγξη των εκλογών, θυμίζει κάπως, των αναλογιών τηρουμένων, το Λαμαρτίνο, όσο κι αν είναι αυτός αξιοθαύμαστος, ασύγκριτος και στην πολιτική του ενέργεια».
Σήμερα το ελληνικό Έθνος στερείται όχι μόνο άνδρες σαν τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, όχι μόνο ποιητές του επιπέδου του και της ψυχοσύνθεσής του, αλλά στερείται και της δόξας και των γροθιών κατά των πολιτικάντηδων βουλευτών που δεν είναι τίποτα άλλο εκτός από γενοκτόνοι, εθνοκτόνοι, λαοκτόνοι και ληστές του μόχθου της εργασίας των Ελλήνων. Δεν βρέθηκαν ακόμα εντός της Βουλής οι εθνικιστές που θα τους τσακίσουν στις κλωτσιές και στις γροθιές για την αποκατάσταση της Τιμής του Ελληνικού Έθνους και του Ελληνικού Λαού ! Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης αποτελεί φωτεινό φάρο για εμάς τους εθνικιστές που ενσαρκώνουμε το κύμα του (λαός) απέναντι στον βράχο (Κράτος). Ο πόνος του ελληνικού λαού και η πληγωμένη περηφάνια του είναι το κύμα εκδίκησης που θα πνίξει τους κοινοβουλευτικούς τυράννους στο μέλλον. Και μην βρεθεί κανένας δημοκράτης να μας κατηγορήσει ως βίαιους ή ως βάρβαρους και απολίτιστους. Ο Ελληνικός Λαός έχει υποστεί επί 8 έτη την μεγαλύτερη βία και την πιο κτηνώδη βαρβαρότητα από το κοινοβουλευτικό κράτος. Κι ως γνωστόν…η βία φέρνει βία!
Αλέξανδρος Καρράς