Αυτή η φωτογραφία είναι από την 25η Μαρτίου του 1942 και βλέπουμε τους Γερμανούς να αποδίδουν τιμή στον Άγνωστο Στρατιώτη. Αυτό συνέβη επί κατοχικής κυβερνήσεως του Γεωργίου Τσολάκογλου. Το 1943 όμως οι Γερμανοί υπέδειξαν στην κατοχική κυβέρνηση Λογοθετόπουλου να απαγορευτεί ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου για να μην εκδηλωθεί και πάλι το εθνικό φρόνημα των κατακτημένων Ελλήνων όπως είχε συμβεί το 1942. Παραμονή της επετείου εστάλη ενημερωτικό έγγραφο στον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό όπου απαγόρευε την δοξολογία και την όποια τέλεση εορτασμού της Εθνεγερσίας. Όμως οι Χίτες του Γεωργίου Γρίβα Διγενή ετοίμαζαν εκπλήξεις στους Γερμανούς το πρωινό της 25ης Μαρτίου. Ας δούμε λοιπόν τι έγινε εκείνη τη μέρα μέσα από ένα άρθρο της «Εφημερίδας των Χιτών». Το φωτογραφικό υλικό και το κείμενο πάρθηκαν από το βιβλίο του Σπυρίδωνα Παπαγεωργίου «Ο Γρίβας και η Χ – Το χαμένο αρχείο».
Έξω παραμόνευε ο θάνατος, αλλά τα παλληκάρια της «Χ», υπό την προσωπική παρουσία και συμμετοχή του τομεάρχου Ομήρου Παπαδοπούλου αναγράφουν στην Κορνεάδου, την Ηροδότου, την Χάρητος, την Σπευσίππου και σε όσους δρόμους μπόρεσαν τα εγκεκριμένα από το Αρχηγείο συνθήματα: «Όλα για την Ελλάδα», «Κάτω οι Γερμανοϊταλοί», «Θάνατος στους Βουλγάρους», «Έλληνες ενωθήτε». Ανυπόγραφα ήσαν τότε ακόμη τα συνθήματα. Δεν έφεραν το «Χ» που θα εμφανιζόταν στα επόμενα χρόνια και θα γινόταν οικείο. Την επομένη, 6 Απριλίου 1942, οι Αθηναίοι έβλεπαν με περηφάνεια τα συνθήματα και καταλάβαιναν ότι είχαν άλλο ποιοτικό περιεχόμενο από τα γνωστής «ιδεολογικής» προελεύσεως.
Η «Χ» απεφάσισε να εορτάσει την 25η Μαρτίου του 1943. Η αγωνιστική παρουσία της επέβαλε τότε να αφήσει την πλήρη ανωνυμία και να «υπογράψει». Τότε απεφασίσθη (υπό τις περιστάσεις που ανεφέρθησαν ήδη) να λάβει το όνομα «Χ». Εμφανίσθηκε, λοιπόν, με την ευκαιρία της εθνικής επετείου και όχι μόνο με έναν τρόπο και σε ένα χώρο της υπόδουλης ελληνικής πρωτεύουσας. Θα επρόκειτο για την πρώτη μαχητική εκδήλωση της οργανώσεως.
Μια παραστατική περιγραφή του πώς γιόρτασε η «Χ» την 25η Μαρτίου 1943 δίνει η «Εφημερίς των Χιτών», της 22ας Μαρτίου 1948, σε πρωτοσέλιδη ιστορική αναδρομή με την υπογραφή Ε. Γκούμας. Ιδού το σχετικό κείμενον:
«Οι κατοικούντες εις τα πέριξ της πλατείας και της Μητροπόλεως κτίρια, θα ενθυμούνται την ημέραν εκείνην της 25ης Μαρτίου 1943. Εις την πλατείαν αυτήν, πλησίον του ιερού της ναού της Μητροπόλεως των Αθηνών και εις τους πόδας του ανδριάντος του Χρυσοστόμου Σμύρνης, κατετέθη, υπό τα όπλα και την βίαν των κατακτητών, ένα δάφνινο στεφάνι. Το μίσος των Γερμανοϊταλών και η απειλή του θανάτου δεν ημπόδισαν τα σκλαβωμένα Ελληνόπουλα να καταθέσουν το στεφάνι της ευγνωμοσύνης και της ελπίδος. Της ευγνωμοσύνης προς τους ήρωας προγόνους και της ελπίδος διά την ελευθερίαν της φιλτάτης πατρίδος. Η ψυχή κάθε Έλληνος, την χαραυγήν της ημέρας εκείνης, ήτο γεμάτη από αναμνήσεις εθνικών αγώνων, ολοκαυτώματα και δόξες. Στ’ αυτιά κάθε Έλληνος έφθαναν μακρινοί ήχοι εμβατηρίων και ύμνων, χαρμόσυνοι κανονιοβολισμοί, αγγέλοντες το εορτάσιμον της ημέρας. Από τα μάτια κάθε Έλληνος διήρχοντο παρελαύνοντα προ του αφανούς στρατιώτου τα ένδοξα συντάγματα του θρυλικού Ελληνικού Στρατού με τα τιμημένα ράκη των σημαιών των μαχών των. Μία ψευδαίσθησις κυριαρχούσε στους Έλληνας, ότι επρόκειτο την επαύριον να παρακολουθήσουν το καμάρι της Ελλάδος που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε. Η ψευδαίσθησις αυτή διέλυσε τους εφιάλτες της νύκτας της παραμονής της 25ης Μαρτίου 1943. Ο κρότος στο πεζοδρόμιο, που προήρχετο από την μπότα του Γερμανοϊταλού, έμοιαζε σαν το ρυθμικό βάδισμα της ελληνικής γκέτας. Λίγα δάκρυα πόνου από τα κουρασμένα και εξηντλημένα μάτια εκύλησαν και ο ύπνος έφερε τα γλυκά όνειρα της Εθνικής αποκαταστάσεως. Ξημέρωσε η αγία ημέρα, ήσυχη, μουντή, μαύρη, όμοια σαν τις άλλες μέρες της σκλαβιάς. Οι Έλληνες εξύπνησαν, έκαμαν τον σταυρό τους και προσευχήθησαν την μόνη προσευχή τους προς τον θεόν της Ελλάδος “…του χρόνου ελεύθεροι” και παρέμειναν κλεισμένοι στα σπίτια τους. Επίσημες ανακοινώσεις των αρχών κατοχής απηγόρευσαν κάθε εκδήλωσιν πατριωτισμού. Οι εχθροί, γνωρίζοντες την θέλησιν των Ελλήνων, προσπάθησαν να ματαιώσουν διά παντός τρόπου τον εορτασμόν.
Πυκναί περίπολοι διέτρεχον τας κεντρικάς οδούς της πόλεως, με αυστηράς διαταγάς διαλύσεως πάσης συγκεντρώσεως πολιτών, μία δε ίλη ιταλικού ιππικού ευρίσκετο εις την Πλατείαν Συντάγματος.
Την παραμονήν της ημέρας εκείνης απεφασίσθη όπως τμήματα της Εθνικής Οργανώσεως Αντιστάσεως της “Χ” καταθέσουν στεφάνους εις τους ανδριάντας των ηρώων προγόνων.
Και το πρωί, στους έρημους και ήσυχους δρόμους της Ελληνικκής πρωτευούσης, η νεολαία της Ελλάδος, οι νέοι αξιωματικοί, οι σπουδασταί των πανεπιστημίων, τα εργατόπαιδα, έχοντας επί κεφαλής τον αρχηγόν της Οργανώσεως αντισυνταγματάρχην τότε Γ. Γρίβαν, με ένα σεμνό στεφάνι από Ελληνική δάφνη, εβάδιζον προς τον καθορισθέντα, δι’ αυτό το τμήμα, ανδριάντα του Χρυσοστόμου Σμύρνης και της πλατείας Μητροπόλεως. Όταν έφθασαν εκεί και συνεκεντρώθησαν πέριξ του αγάλματος, ένας νέος ανήλθεν επ’ αυτού και ωμίλησε. Ενθυμούμαι τους λόγους του: “Πατέρες, δεν ξεχνούμε την εορτή σας. Σαν πραγματικά παιδιά σας, ήλθαμε να σας ψάλουμε τον ύμνο του Έθνους που σεις αναστήσατε”.
Ενώ δε από τα στόματα όλων εψάλλετο ο Εθνικός μας ύμνος και ο ουρανός των Αθηνών έστελνε στον μαχόμενο κόσμο την στροφή “απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά…”, ενώ τα παράθυρα των γύρωθεν οικιών άνοιγαν και χειροκροτήματα εδονούσαν τον αέρα – χειροκροτήματα σκλάβων προς την ελευθερίαν – οι μανιασμένοι Ιταλοί ιππείς με γυμνά ξίφη επέλαυνον διά να διαλύσουν την συγκέντρωσιν. Διά μέσου εχθρικών ίππων, κτυπώμενοι από κάθε πλευράν με όπλα και χειροβομβίδας, οι νέοι διελύθησαν και διεσκορπίθησαν προς τας παρόδους, καταδιωκόμενοι από τον εχθρόν και άδοντες “περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός”.
Πράγματι, εκείνην την στιγμήν περνούσε ο στρατός της Ελλάδος που ζούσε κάτω από τη σκλαβιά, που ειργάζετο, που πολεμούσε, που έπεφτε. Μερικές από τις σφαίρες έπληξαν λίγα παλληκάρια, τα οποία με το θάρρος τους έκαμαν τους Έλληνας να νοιώσουν ότι η Ελλάς ζωντανή δρα.
Έτσι εωρτάσθη η ημέρα εκείνη της 25ης Μαρτίου 1943 από τα σκλαβωμένα παιδιά της Αθανάτου Ελλάδος. Ούτε κανόνια χαράς, ούτε εμβατήρια στους δρόμους, ούτε δοξολογίες, ούτε παρελάσεις Ελληνικού στρατού, ούτε καμμένες σημαίες συνταγμάτων, ούτε λαμπαδηφορίες, αλλά μερικά στεφάνια, λίγα λόγια πατριωτικής εξάρσεως, έναν ύμνον, πολλή ελπίδα λευτεριάς, πυκνούς πυροβολισμούς και λίγο νεανικό, αγνό, Χίτικο αίμα χυμένο στο πεζοδρόμιο…»
Αυτό το αίμα των Χιτών που έβαψε το πεζοδρόμιο, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια «προκαταβολή» έναντι του χρέους προς την Ελευθερίαν. Θα ακολουθούσαν στο μέλλον, μέχρι του 1949, μεγαλύτερες «δόσεις», και όχι μόνο στα αθηναϊκά πεζοδρόμια, αλλά σε πόλεις και χωριά, πεδιάδες και βουνά, από τις νότιες παρυφές της Χώρας μέχρι τις βόρειες συνοριακές απολήξεις της! Πότε ως θύματα απρόκλητων επιθέσεων και πότε ως εθελοντές πρόμαχοι, οι Χίτες θα έπεφταν για το μεγαλείο της Ελλάδος.
Η αποκορύφωση του εορτασμού, όπως τον απεφάσισε η «Χ», θα ήταν η κατάθεση στεφάνου στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου. Εκεί, στο κέντρο των Αθηνών και στο επίκεντρο της προσοχής των κατακτητών. Έργο παρακινδυνευμένο στο έπακρο, αλλά επιβαλλόμενο από την ανάγκη να τιμηθούν παλαιοί και νέοι πεσόντες, αλλά και να δοθεί προς τους ζώντες το μήνυμα της αντοχής και της ελπίδας. Αφηγείται ο Όμ. Παπαδόπουλος:
«24η Μαρτίου 1943. Είναι η παραμονή της μεγάλης ημέρας. Πέρασαν δυο χρόνια μαύρης σκλαβιάς. Τίποτε όμως δεν μπόρεσε ν’ αλλάξη την Ελληνική ψυχή. Οι κατακτηταί το βλέπουν γραμμένο στα πρόσωπα όλων των Ελλήνων και το διαπιστώνουν από ένα σωρό γεγονότα και πράξεις. Μάταια οργιάζει η Γκεστάπο, τα Σ.Σ. κι’ η Καραμπινιερία. “Του Έλληνα ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει”.
Κι’ η 25η Μαρτίου θυμίζει περισσότερο από κάθε άλλη ημέρα, στους απογόνους του Λεωνίδα και του Θεμιστοκλή, του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη, του Διάκου και του Ανδρούτσου και του Κανάρη, ότι είναι “καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!!!”.
Οι Γερμανοϊταλοί θέλουν να προλάβουν κάθε εκδήλωσι την ημέρα της ελευθερίας, μα οι Έλληνες δεν ξεχνούν το χρέος τους σ’ εκείνους, που πέσανε για την τιμή και την ελευθερία της Πατρίδος και περιφρονούν τις αυστηρές απαγορεύσεις κι’ αψηφούν τον κίνδυνο. Κι’ όπως πάντα, εμπρός τα νειάτα.
Η απόφασις ελήφθη σ’ ένα υπόγειο της οδού Μαυρομιχάλη, όπου εστεγάζετο η υπηρεσία των ηρωϊκών αναπήρων του τελευταίου πολέμου. Ήταν λιγόλογη, αλλά πολύ δύσκολη στην εκτέλεσι. “Το πρωΐ της 25ης Μαρτίου να στεφανωθή το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου”. Η τιμή έτυχε στον ανάπηρο ανθυπολοχαγό Ε. Αυτός θα κατέθετε τον στέφανο. Όλοι περιμένουν με συγκίνησι να ξημερώση η 25η Μαρτίου.
Οι πυκνές περιπολίες των κατακτητών και οι απαγορευτικές διαταγές για κάθε εκδήλωσι, κάνουν πολλούς να διερωτώνται: Πώς θα γίνη; Τρία προβλήματα έπρεπε να λυθούν: 1) Η μεταφορά του στεφάνου με τις ταινίες των εθνικών χρωμάτων. 2) Η σύχρονη μ’ αυτήν συγκέντρωσι του πλήθους προ του μνημείου και 3) Η κατάθεσις του στεφάνου παρά τις απαγορεύσεις των κατακτητών.
Κι όμως όλα αυτά, που η πραγματοποίησίς των φαινόταν αδύνατη, έγιναν. Το στεφάνι ετοιμάστηκε από την προηγούμενη ημέρα σ’ ένα από τα πολλά Ελληνικά σπίτια, που πρόθυμα εδέχοντο, με όλους τους κινδύνους, να φιλοξενήσουν και να προστατεύσουν κάθε εθνική προσπάθεια και παρανομία και κρύφτηκε τη νύκτα στο Βασιλικό Κήπο, όπου το φύλαγαν δύο ψυχωμένα παιδιά της ομάδος του ανθυπολοχαγού Ε. Όλα ρυθμίστηκαν με μαθηματική ακρίβεια.
Στις 8 ακριβώς της 25ης Μαρτίου 1943, οι εκατοντάδες δήθεν αμέριμνοι διαβάται της λεωφόρου Βασιλήσσης Σοφίας, της οδού Πανεπιστημίου και της Πλατείας Συντάγματος, ενισχυμένοι από πολλούς άλλους, που προς κατάπληξιν των Γερμανοϊταλών πηδούσαν από τα παλαιά Ανάκτορα, το Βασιλικό Κήπο και τα γύρω, συγκεντρώθηκαν εμπρός στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου. Η αποφασιστική και γεμάτη συγκίνησι έκφρασις του προσώπου όλων, με τη νεκρική σιγή που βασίλευε το πρωΐ αυτό της Ελληνικής ανοίξεως, έδινε τον μεγαλειώδη τόνο της εθνικής μυσταγωγίας, που αμέσως άρχισε.
Με το μοναδικό χέρι που του απέμεινε, προχωρεί ο ανάπηρος ανθυπολοχαγός Ε. και καταθέτει ευλαβικά, χωρίς ν’ ακούεται τι βγαίνει από τα τρέμοντα χείλη του, ενώ τα δάκρυα αυλακώνουν τα πρόσωπα όλων, δάφνινο στεφάνι “των σκλαβωμένων νικητών” εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης προς τους ήρωας και μάρτυρας της Ελληνικής Ελευθερίας.
Οι κατακτηταί, σαν λυσσασμένα σκυλιά, ορμούν επάνω στο πλήθος, που σε στάσι προσοχής και με δάκρυα στα μάτια, εξακολουθεί ατάραχο να ψάλλη τον Εθνικό Ύμνο. Οι βάρβαρες φωνές και τα ουρλιάσματά τους σκεπάζουν κάπου-κάπου τις αθάνατες στροφές του Σολωμού, που μόνον σαν τελείωσαν, έδωσαν το σύνθημα για μια εσπευσμένη αποχώρησι προς αποφυγή συλλήψεων.
Σε λίγη ώρα η Αθήνα εγνώριζε από στόμα σε στόμα τι είχε γίνει. Πολλοί είχαν τραυματισθή και συλληφθή την ώρα της αγρίας επιθέσεως. Το στεφάνι όμως κατετέθη και κανείς δεν τόλμησε να το αφαιρέση. Έμεινε αρκετές μέρες. Όλοι οι Αθηναίοι σχεδόν πέρασαν για να το δουν. Ήταν ένα μικρό δάφνινο στεφάνι. Όσοι είχαν φωτογραφική μηχανή, πήραν τις μέρες εκείνες φωτογραφίες του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτου και τις κρατούν σαν κειμήλιο, εις ανάμνησιν της Εθνικής εκείνης μυσταγωγίας της 25ης Μαρτίου 1943.»
Τα ανωτέρω εγράφησαν στο βιβλίο «Τρία χρόνια – Τρεις αιώνες», το οποίο εξεδόθη το 1947, ενώ η κομμουνιστική απειλή ήταν ακόμη ενεργός, η «Χ» βρισκόταν σε ετοιμότητα διατηρώντας τις εφεδρείες της, και ο ίδιος ο συγγραφέας υπηρετούσε ως μόνιμος αξιωματικός. Έτσι εξηγούνται τα «αρχικά».
Στο κτίριο της οδού Μαυρομιχάλη 3, περί του οποίου γίνεται λόγος, βρισκόταν η Διεύθυνση Αναπήρων Πολέμου, στην οποία εργαζόταν ο επιτελάρχης της «Χ», ταγματάρχης Ιωάννης Μπουσμπουρέλης, ο οποίος και είχε αναλάβει τη διεκπεραίωση της συγκεκριμένης δυσχερούς επιχειρήσεως. Ο «ανθυπολοχαγός Ε.» ήταν ο ανάπηρος ανθυπολοχαγός Χρήστος Ευθυμάκης, μέλος της «Χ». Όταν εκλήθη για την ανάθεση αυτής της πολύ τιμητικής, αλλά και ριψοκίνδυνης αποστολής, ήταν λιτός στην απάντησή του:
«Προσέφερα λίγο αίμα στην Πατρίδα. Της ανήκει και το υπόλοιπο!»