
Γράφει η Ελένη Παπαδοπούλου
Όλο και πληθαίνουν κάθε χρόνο οι φωνές, που με δόλο πασχίζουν να εξαλείψουν όποιο ψήγμα εθνικού φρονήματος ή εθνικής υπερηφάνειας έχει απομείνει στον Έλληνα. Απευθυνόμενοι σε ολιγομαθείς και ανίδεους επιχειρούν το ένα μετά το άλλο χτύπημα στην Ιστορία, αλλοιώνοντάς την με ψεύδη και μισές αλήθειες, ώσπου να την γονατίσουν. Τους βλέπουμε πάντα τέτοιες μέρες λοιπόν να ισχυρίζονται καγχάζοντας, πως η Επανάσταση του 1821 έγινε για λόγους ταξικούς, όχι εθνικούς και θρησκευτικούς, ή πως η Εκκλησία πολέμησε την Επανάσταση τασσόμενη στο πλευρό των Τούρκων, για να μη χάσει δήθεν τα οφίκιά της. Ως μέγα επιχείρημά τους φέρνουν τον αφορισμό της Επαναστάσεως από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’. Ας πιάσουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ήταν πράγματι ο ξεσηκωμός των Ελλήνων ταξικός; Δούλοι εναντίον αφεντάδων; Φτωχοί εναντίον πλουσίων; Ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι τουλάχιστον αφελής και ανιστόρητος στην καλύτερη περίπτωση. Στη χειρότερη κακοήθης και προβοκατόρικος. Η Επανάσταση γεννήθηκε στην Οδησσό από τρεις εύπορους Έλληνες, τον Εμμανουήλ Ξάνθο, τον Αθανάσιο Τσακάλωφ και τον Νικόλαο Σκουφά, οι οποίοι το 1814 ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία. Στη συνέχεια, το 1820, την αρχηγία της Εταιρείας ανέλαβε ο Πρίγκηψ Αλέξανδρος Υψηλάντης, γόνος πλούσιας και ισχυρής οικογένειας της Μολδοβλαχίας με καταγωγή από τον Πόντο. Το 1821 οι μυημένοι ήταν ήδη χιλιάδες, πολλοί εκ των οποίων ήταν ευκατάστατοι Έλληνες των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, Φαναριώτες, αλλά και προεστοί στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.
Με όνειρο την ελευθερία, με ειλικρινή αγάπη για την Πατρίδα, δεν ήταν λίγοι οι κάθε άλλο παρά προλετάριοι, που συνεισέφεραν στην Επανάσταση είτε ενισχύοντάς την οικονομικά, είτε πολεμώντας και χύνοντας το αίμα τους. Μαντώ Μαυρογένους, Μπουμπουλίνα, Εμμανουήλ Παππάς, Ανδρέας Ζαΐμης, Γεώργιος Χατζηκώνστας, Κουντουριώτηδες είναι μερικά μόνο από τα πιο γνωστά ονόματα, τα οποία διαψεύδουν το αστείο αφήγημα περί προλεταριακής επαναστάσεως.
Κι ερχόμαστε στον δεύτερο βλακώδη ισχυρισμό, πως η Επανάσταση δεν έγινε για λόγους θρησκευτικούς – εκτός από εθνικούς/φυλετικούς – και πως η Εκκλησία όχι μόνο δε στήριξε την Επανάσταση, αλλά και την πολέμησε.
Αρχικά ν’ αναφέρουμε, πως εκείνον τον καιρό δεν ήταν λίγοι οι Έλληνες που μιλούσαν τουρκικά υπό τον οθωμανικό ζυγό. Συνεπώς, αυτό που ξεχώριζε τους Έλληνες από τους Τούρκους σε πολλές περιπτώσεις και τους έκανε να διατηρούν τη συνείδηση της μεταξύ τους διαφορετικότητας ήταν η θρησκεία. Ο Έλληνας που θα ασπαζόταν τον μωαμεθανισμό έλεγαν πως τούρκεψε.
Ο αγώνας για την ελευθερία, όπως όλοι γνωρίζουμε ξεκίνησε «υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», όπως έγραφε ο Υψηλάντης στην επαναστατική του προκήρυξη στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας τον Φεβρουάριο του 1821. Μπροστάρη τους οι Έλληνες δεν έβαλαν άλλον από τον Χριστό κι οι τοπικές σημαίες της Επαναστάσεως, όπου περήφανα παρουσιαζόταν ο σταυρός, δείχνουν πως το όλο εγχείρημα είχε λάβει ξεκάθαρα χριστιανικό χαρακτήρα. Πλείστοι ιερείς και μοναχοί εμψύχωναν τους Έλληνες με φλογερά κηρύγματα, γίνονταν δάσκαλοι για τα παιδιά, ώστε να συνεχίσουν τον Ελληνισμό – μιας κι ήταν από τους λίγους που γνώριζαν γράμματα – ή ζώστηκαν τ’ άρματα κι έπεσαν στη φωτιά της μάχης. Το ράσο διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στη διεξαγωγή του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων κι ήταν πάρα πολλοί οι ιερείς, που έδωσαν πρόθυμα τη ζωή τους για την Πατρίδα, όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς κι από το βιβλίο «Ματωμένα Ράσα» του Σπύρου Μελά.
Η δε πίστη των αγωνιστών μας είναι αδιαμφισβήτητη. Αρκεί μόνο να υπενθυμίσουμε, πως στον ελλαδικό χώρο η Επανάσταση κηρύχτηκε επίσημα στις 25 Μαρτίου, ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όταν υψώθηκε το λάβαρό της στην Αγία Λαύρα. Ούτε ο χρόνος ούτε ο τόπος επιλέχθηκαν τυχαία.
Η Λασκαρίνα σε λόγο της προς τους Έλληνες προκρίτους έλεγε:
«Έχασα τον σύζυγόν μου. Ευλογητός ο Θεός! Ο πρεσβύτερος υιός μου έπεσε με τα όπλα ανά χείρας. Ευλογητός ο Θεός! Ο δεύτερος και μόνος υιός μου, 14ετής την ηλικίαν, μάχεται μετά των Ελλήνων και πιθανώς να εύρη ένδοξον θάνατον. Ευλογητός ο Θεός! Υπό το σημείον του Σταυρού θα ρεύση επίσης το αίμα μου. Ευλογητός ο Θεός! Αλλά θα νικήσωμεν ή θα παύσωμεν μεν ζώντες, αλλά θα έχωμεν την παρήγορον ιδέαν, ότι εν τω κόσμω δεν αφήσαμεν όπισθεν ημών δούλους τους Έλληνας.»
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης γράφει στα απομνημονεύματά του:
«…αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της επανάστασής μας. Ότι εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες μας κι όλα τ’ αναγκαία του πολέμου. Ότ’ ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους.»
Και σε άλλο σημείο:
«…και βρίζουν οι πουλημένοι εις τους ξένους και τους παπάδες μας, οπού τους ζυγίζουν άναντρους και απόλεμους. Εμείς τους παπάδες τούς είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Όχι μόνον διά να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι, πολεμώντας ωσάν λεοντάρια. Ντροπή, Έλληνες!»
Και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στα δικά του απομνημονεύματα:
«Έκατσα που εσκαπέτισαν με τα μπαϊράκια τους απεκατέβηκα κάτω. Ήταν μιά εκκλησία εις τον δρόμον, η Παναγία στο Χρυσοβίτσι, και το καθησιό μου ήτο όπου έκλαιγα την Ελλάς… Σίμωσα, έδεσα το άλογό μου σ’ ένα δένδρο, μπήκα μέσα και γονάτισα. Παναγία μου είπα από τα βάθη της καρδιάς μου και τα μάτια μου δάκρυσαν. Παναγία μου, βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν. Έκαμα το Σταυρό μου, ασπάσθηκα την εικόνα της, βγήκα από το εκκλησάκι, πήδηξα στο άλογό μου και έφυγα.»
Και:
«Σαν μια βροχή ήρθε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι γραμματισμένοι και οι έμποροι, όλοι συμφωνήσαμε στον ίδιο σκοπό και κάναμε την επανάσταση… Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμίαν από όσας γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών τους είναι εμφύλιος πόλεμος· ο εδικός μας πόλεμος ήτο πλέον δίκαιος. Ήτον έθνος με άλλον έθνος.»
Έχοντας λοιπόν παραθέσει όλα τα παραπάνω για τον ρόλο του κλήρου στην Επανάσταση, ερχόμαστε και στην αισχρότατη κατηγορία περί αφορισμού αυτής από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’. Πάνω σ’ αυτό έχουν γραφτεί πάμπολλες σελίδες, αναλύσεις επί αναλύσεων, κι η αλήθεια που προκύπτει είναι μία: ο αφορισμός έγινε… για τα μάτια του Σουλτάνου. Η Υψηλή Πύλη είχε εκδώσει διάταγμα (φετβά), πως, αν ο Πατριάρχης δεν υπέγραφε τον αφορισμό των επαναστατών, θα προέβαινε σε μαζική σφαγή των Ελλήνων της Πόλης. Ο Γρηγόριος σε συνεννόηση με τον ίδιο τον Υψηλάντη μέσω του Παπαφλέσσα, ο οποίος διατελούσε καθήκοντα αντιπροσώπου του Πατριάρχη, δέχτηκε να υπογράψει τον αφορισμό για να σωθούν οι χιλιάδες Ελλήνων. Αυτό τεκμηριώνεται κι από τον ίδιο τον Υψηλάντη σε επιστολή του προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη: «Ο μεν Πατριάρχης, βιαζόμενος παρά της Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά και εξάρχους παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρτα. Εσείς όμως να τα θεωρείτε ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του Πατριάρχου.» Ο δε Πατριάρχης έγραφε σε επιστολή του προς τον Επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα: «Κρυφά υπερασπίζου, φανερώ δε άγνοιαν υποκρίνου. Ιδία πράυνον τον Βεζύρην λόγοις και υποσχέσεσιν, αλλά μη παραδοθήτω εις λέοντος στόμα.»
Θα μπορούσα να παραθέσω πάρα πολλά ακόμα προς διάψευση των γελοίων ισχυρισμών, αλλά θα έπρεπε σ’ αυτήν την περίπτωση να γράψω βιβλίο. Κλείνοντας όμως το κείμενο αυτό, θα ήθελα να σταθώ σε ένα πράγμα μόνο: την ευλάβεια των αγωνιστών μας. Στα δύσκολα έβαζαν κεφαλή τους τον Χριστό, την πίστη τους, και ρίχνονταν στη μάχη χωρίς να λογαριάζουν τις πιθανότητες, γιατί η λαχτάρα για το ποθούμενο ήταν πάνω από κάθε φόβο κι αντιξοότητα. Άλλοτε αυτό οδήγησε σε ολοκαυτώματα, άλλοτε όμως οδήγησε σε ανέλπιστες επιτυχίες κατορθώνοντας το ακατόρθωτο και γράφοντας κάποιες από τις πιο ηρωικές σελίδες της ιστορίας μας, όπως το Χάνι της Γραβιάς, το Βαλτέτσι ή τα Δερβενάκια. Συμπληρώνουμε δύο αιώνες φέτος από την Επανάσταση του 1821 και τα λόγια του Κολοκοτρώνη μοιάζουν πιο επίκαιρα από ποτέ: «Παναγία μου, βοήθα και τούτη τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν…»