
Γράφει ο Γεώργιος Σύρος
Όταν λέμε Μύθος δεν εννοούμε την φανταστική διήγηση, αλλά την κεντρική ιδέα – ιστορικό ορόσημο ενός έθνους, το οποίο καθίσταται σημείο αναφοράς. Έτσι όπως τον εννούσε ο Julius Evola. Όλα τα έθνη διαθέτουν Μύθους επί των οποίων συγκροτείται η Ιστορία τους. Όλοι οι λαοί, σε δύσκολους καιρούς, κοιτούν προς τα πίσω, στις ένδοξες στιγμές δόξας. Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, ο τρωϊκός πόλεμος χρησίμευσε ως τέτοιος Μύθος (βλ. Όμηρος, Πλάτων, Θουκυδίδης, Ισοκράτης κ.α.). Έπειτα τα Μηδικά απετέλεσαν άλλον έναν τέτοιο Μύθο-ορόσημο που επείχε θέση «ένδοξου παρελθόντος» στην ρωμαϊκή εποχή. Όσον αφορά τον νεώτερο Ελληνισμό, καθοριστικό σημείο αναφοράς – συνιστά η προ 200 ετών Εθνεγερσία.
Ο νεαρός ακιδογράφος καλλιτέχνης «Εύρυτος» είχε δηλώσει χαρακτηριστικώς στην εικονοληπτική μηχανή ότι «έχει ερωτευθεί την Ελλάδα και θέλησε αυτό να το επικοινωνήσει στους συνομίληκούς του και εν γένει σε όλους τους Έλληνες». Ερωτεύθηκε την Ιδέα, την Ελλάδα. Τι σημαίνει αυτό; Ότι για πολλούς λόγους οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί της ατομοκεντρικής νεωτερικότητας που έχουν παρεισφρήσει στην ελληνική εκπαίδευση στάθηκαν αδύναμοι να διαβρώσουν την εθνική συνείδηση του νεαρού.
Αυτό θεωρώ ότι είναι το σημαντικότερο συμπέρασμα – επιμύθιο το οποίο πρέπει να λάβουμε σοβαρώς υπόψη από την επέτειο των 200 ετών από την Εθνεγερσία. Ότι ο «Εύρυτος» στοχοποιήθηκε από το αριστερό παρακράτος διότι αποτολμά να εκπροσωπεί την Νεολαία η οποία στέκει ακόμη όρθια απέναντι στην εθνομηδενιστική λαίλαπα. Αυτό πρέπει να γίνει λοιπόν: Να «ευρυτοποιήσουμε» την καθημαγμένη ελληνική κοινωνία. Να ανακτήσει την βιωματική της σχέση με το παρελθόν και όχι να πιθηκίζει απλώς συνθήματα. Φθάνει πια με τα άγονα και χωρίς αντίκρυσμα παιδαγωγικοφανή «διδάγματα» των τηλεοπτικών δεκτών. Το κράτος όχι μόνο αρνείται πεισματικώς δια της δημοσίας εκπαιδεύσεως να ενσταλάξει, ως υποχρεούται, την εθνική συνείδηση στους νέους αλλά αποδομεί συστηματικώς την εθνική ταυτότητα. Και το επιθυμεί, λοιπόν, τώρα μέσα σε δυό-τρεις ημέρες σπασμωδικώς μέσω μιας πρόδηλης αριστοτεχνικής μαεστρίας υποκρισίας; Είναι δυνατόν τα ολιγόλεπτα αφιερώματα και οι ταινίες πολιτιστικών περιεχομένων (με αφορμή δήθεν την παρέλευση των 200 ετών από την Εθνεγερσία) να αντικαταστήσουν την αναγκαία πολυετή εθνική διαπαιδαγώγηση ή έστω να προσφέρουν κάτι; Όχι. Απλώς όλη αυτή η πρεμούρα αντιστοιχεί στην λαϊκή φράση «απλώς να βγει η υποχρέωση». Όλη αυτή δήθεν η ευαισθησία που επιδεικνύει το ελληνόφωνο κράτος για την Ελληνική Επανάσταση είναι στην ουσία μια άνευρη και ακίνδυνη αναπαραγωγή μιας άχρωμης εκδοχής της εθνικής μας ιστορίας, η οποία δεν προσφέρει τίποτε άλλο, εκτός από έναν ανώδυνο πολιτιστικό κορεσμό και τον εφησυχασμό του νεοέλληνα πολίτη – ψηφοφόρου ότι «το κράτος μας τιμά την Ελληνική Επανάσταση.»
Η νεολαία βάλλεται. Την έχουν καταστρέψει κυριολεκτικώς. Σε σχετική δημοσιογραφική έρευνα οι νέοι μπέρδευαν τον Ανδρούτσο με τον Καποδίστρια, ενώ αγνοούσαν πλήρως τα πορτραίτα των Μπότσαρη και του Μακρυγιάννη! Δεν γνώριζαν καν τι εορτάζουμε στις 25 Μαρτίου (!) ενώ εκτόξευαν διάφορα μαργαριτάρια χασκογελώντας αυτοσαρκαζόμενοι τάχα για την άγνοιά τους. Το σύστημα διαβρώνει μεθοδικώς την εθνική συνείδηση των νέων, καθιστώντας τους αυτοματοποιημένα όντα, των οποίων η ύπαρξη υπαγορεύεται μόνο μέσα από εκφάνσεις του επιθυμητικού.
Η Εθνεγερσία πονάει. Συνήθως, όποιο τμήμα της Ιστορίας είναι αδύνατο να εξοβελισθεί και να λησμονηθεί, τότε διαστρέφεται και τίθεται στην προκρούστεια κλίνη του εκάστοτε πολιτικού αφηγήματος και σημειολογίας. Γνωστός είναι ο πρωτοστάτης της διαστροφής του χαρακτήρα της Εθνεγερσίας μαρξιστής Κορδάτος, ο οποίος αποτόλμησε να μιλήσει περί … ταξικής επαναστάσεως. Δεν θα ομιλήσουμε για τα αυτονόητα, καθώς είναι άπειρες οι πηγές και τα στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν ότι η Επανάσταση ήταν εθνική. Γνωστή δε είναι και η δολίως διακινούμενη ασχήμια περί … μεταγενέστερης καπηλείας της Εθνικής Εγέρσεως από την Εκκλησία λόγω της 25ης ως ημέρα του Ευαγγελισμού. Σε αυτές τις ανιστόρητες ανοησίες πρέπει να αντιπαραβάλλουμε πηγές πρωτογενείς, ώστε να διαλύονται μια και καλή τα νέφη της άκρατης ψευδολογίας. Η 25η Μαρτίου ορίσθηκε από την Φιλική Εταιρεία ως η ημέρα του ξεσηκωμού. Μπορεί να καθιερώθηκε από τον βασιλέα Όθωνα στις 15/3/1838 με το Β.Δ. 980/15(27)-3-1838, είχε ήδη όμως ορισθεί από την Φιλική Εταιρεία και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ως ημέρα «Ευαγγελιζομένη την πολιτικήν λύτρωσιν του Ελληνικού Έθνους». Λέγει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης:
«Την αυγήν εξημέρωσε εις ταις 25 του Ευαγγελισμού. … Κινώντας από την Σκάλα, έρρηξα καμμιά χιλιάδα τουφέκια, τρείς μπαταριαίς δια να τ’ ακούσει ο κόσμος να σηκωθή κατά την παραγγελίαν. Ακούοντες οι Γαραντζαίοι τα τουφέκια, εσκότωσαν τους κεχαϊάδες … και έγεινε αρχή του σκοτωμού.» Ήταν λοιπόν οι πάντες σε ετοιμότητα για εξέγερση. Αν την αυγή της 25 ήταν όλοι ανύποπτοι και άρμεγαν πρόβατα, δεν θα συνέβαινε καμιά “αρχή σκοτωμού»[1]
Ο Ν. Σπηλιάδης γράφει το 1851 αναφερόμενος στον Θ. Κολοκοτρώνη:
«Ο Κολοκοτρώνης και οι περί αυτόν, οι οποίοι δεν ήλθον εις την Πελοπόννησον, ειμή δια να κινήσωσι την επανάστασιν την 25 μαρτίου, ως ημέραν προσδιωρισμένην να λάβωσι τα όπλα απανταχού οι Έλληνες»[2]
Τα ιστορικά τεκμήρια είναι απροσμέτρητα. Το ζήτημα λοιπόν που τίθεται είναι ότι το 1821 συνιστά έναν κεντρικό Μύθο, ο οποίος κατευθύνει, διδάσκει και συνέχει τον σύγχρονο Ελληνισμό. Για αυτό πονάει τους εθνο-αποδομητές. Για αυτό απεργάζονται την αποσύνθεσή του, την αποδόμησή του. Διαλύοντας την Ελληνική Εθνεγερσία, διαλύουν τον Ελληνισμό. Θα τους αφήσουμε;
[1] Απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη – Τόμος Α, σ. 52 και 53
[2] Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδη, σ. 31