Η ελληνική ιστορία έχει πλήθος αφηγημάτων για ηρωικούς στρατούς από την αρχαιότητα ως σήμερα. Ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας μας που δυστυχώς αναφέρεται ελάχιστα στις σημερινές γενιές είναι το κομμάτι των Βαλκανικών πολέμων και πιο συγκεκριμένα το πως το θωρηκτό – καταδρομικό «Γεώργιος Αβέρωφ» με Ναύαρχο τον Παύλο Κουντουριώτη πραγματοποίησε την απελευθέρωση των νησιών του Ανατολικού και Βορείου Αιγαίου και την ελληνική κυριαρχία στο αρχιπέλαγος και κατ΄επέκταση στο διπλασιασμό του ελληνικού κράτους. Ας ξεκινήσουμε όμως από την αρχή, την ναυπήγηση ως και τις μάχες που δόθηκαν. Στα ναυπηγεία αδελφών Ορλάντο του Λιβόρνο της γειτονικής Ιταλίας είχε κατασκευαστεί το θωρηκτό «Amalfi» και ήτανε κάτι το οποίο η Ελλάδα για εκείνη την εποχή χρειαζότανε οπωσδήποτε, σε ανάγκη να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εποχής και να αντικρούσει το Τούρκικο ναυτικό που είχε πολύ πιο δυνατά θωρηκτά σε σχέση με τα δικά μας (Ύδρα, Σπέτσαι, Ψαρά). To θωρηκτό αγοράστηκε τελικά για 22.300.000 χρυσών δραχμών, λεφτά τα οποία αποκτήθηκαν κυρίως από την σημαντική δωρεά του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ αλλά και από το ελληνικό κράτος. Για το λόγο του ότι το ποσό αγοράς ήτανε μεγάλο και τα λεφτά από τις δωρεές δεν έφταναν και προκειμένου οι Τούρκοι να μην αποκτήσουν το θωρηκτό, το υπολοιπόμενο χρέος του καραβιού καλύφθηκε με δάνειο τράπεζας προς το κράτος. Καθώς έκλεισε η συμφωνία αγοράς, η Τουρκία μαθαίνει τα νέα και σπεύδει να υπερακτοντίσει την ελληνική αγορά προσφέροντας πολύ υψηλότερο ποσό, όμως ο Ορλάντο τιμώντας τον λόγο του απάντησε πως το πλοίο πλέον ανήκει στην Ελλάδα και έτσι μπήκε στην ελληνική ιστορία παίρνοντας το όνομα του ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ. Η τελική συμφωνία έγινε στις 30 Νοεμβρίου του 1909 και καθελκύστηκε στις 12 Μαρτίου του 1910 Ο οπλισμός του πλοίου αποτελείτο από τέσσερα πυροβόλα των 9,2 ιντσών, οκτώ των 7,5 ιντσών, οκτώ ελαφρύτερα πλευρικά, μονόκανα πυροβόλα των 3 ιντσών και τρείς τορπιλοσωλήνες. Στα επόμενα χρόνια στον οπλισμό του προστέθηκαν και αντιαεροπορικά πυροβόλα και ταχύβολα. Κατα τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο (1912) το θωρηκτό με κυβερνήτη τον Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη έγραψε σελίδες μεγαλειώδους δόξας για το Ελληνικό Έθνος με την ναυμαχία των νήσων Έλλης και της Λήμνου. Ο Ναύαρχος Κουντουριώτης έδωσε επιθετικό χαρακτήρα στον ελληνικό σχεδιασμό. Διέταξε το στόλο του να αρχίσει να πλέει από βορρά προς νότο, οπότε ο οθωμανικός στόλος εμφανίσθηκε στην έξοδο των Στενών. Τότε, ο Κουντουριώτης απηύθυνε το περίφημο σήμα του στα ελληνικά πλοία που συνέπλεαν με το «Γ. Αβέρωφ»: «Με την δύναμιν του Θεού και τας ευχάς του Βασιλέως μας και εν ονόματι του Δικαίου πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με πεποίθησιν προς την νίκην εναντίον του εχθρού του Γένους». Τον Νοέμβριο του 1918, ύστερα από την ανακωχή που υπέγραψε στο Μούδρο της Λήμνου η Οθωμανική Αυτοκρατορία, το θωρηκτό αγκυροβόλησε, μαζί με άλλα συμμαχικά πλοία στην Κωνσταντινούπολη προκαλώντας ενθουσιασμό στους Έλληνες που ζούσαν εκεί. Οι Τούρκοι μετά την «ζημιά» που είχαν πάθει από τη ναυμαχία της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913) και της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912), είχαν χαρακτηρίσει το πλοίο «Σεϊτάν παπόρ» (διαβολοβάπορο) ενώ για τους Έλληνες ήτανε ο «Τυχερός μπαρμπα-Γιώργος». Στη συνέχεια, το θωρηκτό έλαβε μέρος στην ατυχή συμμαχική εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία εναντίον των Μπολσεβίκων (1918-1920) και στις ναυτικές επιχειρήσεις της Μικρασιατικής Εκστρατείας, υποστηρίζοντας τη δράση του Ελληνικού Στρατού και βομβαρδίζοντας τούρκικες θέσεις στο Βόσπορο και τον Εύξεινο Πόντο. Στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το θωρηκτό είχε ήδη παλαιά τεχνολογία και δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί το ναυτικό του εχθρού, με αποτέλεσμα να καταφύγει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Υπήρξαν πολλές φωνές που θέλανε την βύθιση του πλοίου προκειμένου να μην πέσει στα χέρια του εχθρού ή γιατί πολύ απλά θεωρούνταν ανίκανο για μάχη. Με την λήξη του πολέμου το πλοίο γύρισε ξανά στην Ελλάδα και το 1952 με την παραλαβή του νέου καταδρομικού «Έλλη» το Αβέρωφ παροπλίστηκε. Σήμερα πλέον το ιστορικό αυτό πλοίο έχει γίνει κομμάτι της νεότερης μας ιστορίας και αποτελεί μουσειακό έκθεμα στο Παλαιό Φάληρο για τους πολίτες που θέλουν να το επισκεφθούν.
Π.Κ.