Ο Ψυχάρης είναι αυτός που είχε το θάρρος να ανασηκώση από τον εξευτελισμό και να καθήση πάλι στο χρυσό το θρόνο της τη Μεγάλη μας Ιδέα, με τα λόγια ετούτα:
«Με την Ιδέα τη μεγάλη έγινε κι ο μεγάλος, ο άγιος ο Σηκωμός του 1821. Σηκώθηκε τότες η Ρωμιοσύνη όλη για να πάρη όχι την Αθήνα μονάχα, μα για να πάρη την Πόλη. Μ’ άλλα λόγια σηκώθηκε για μια Ιδέα. Και νίκησε. Την Πόλη δεν την πήρε, μπορεί μάλιστα και ποτέ της να μην την πάρη. Και τι σημαίνει: Την Ιδέα πάντα την έχει…Εγώ θαρρώ, κι ας με πούνε παράξενο, πως εκεί θα κατασταλάξη ο Ρωμιός και πως η Πόλη δική του είναι. Άλλοι θα πούνε πως πολύ άδικα βάνει τέτοια όνειρα με το νου του. Όσο θέλεις. Αν όμως, κι από τα 1821 δεν τον οδήγαε Ιδέα μεγάλη, και τα μικρά που κατώρθωσε, δεν θα τα κατώρθωνε ποτέ του».
Είναι αυτός που τόνισε τον ύμνο προς την ελπίδα και την πίστη της μελλόμενης Χρυσαυγής σε μια θλιβερή στιγμή:
«Δε θυμάστε που την ίδια ημέρα, σαν τάθαψαν τ’ αδέρφια τα κακόμοιρα που έπεσαν τότες, δε θυμάστε πως ένα παιδί, ένας φοιτητής, άρχισε με γλυκειά φωνή, να λέη μερικούς στίχους στους θαμμένους; Και σε τι γλώσσα τους έλεγε; Τους έλεγε στη γλώσσα της καρδιάς του. Εκείνη τη βραδειά, ως κι η δημιουργία λαλούσε στην καρδιά, να την ησυχάση. Φαίνεται πως σαν περιχύθηκε στο κοιμητήριο το πλήθος, δράμα σπαραχτικό έδειχνε ο ίδιος ο ουρανός. Είτανε άγρια κακοκαιριά και βασίλευε ήλιος αιματωμένος…Λες και πήγαινε η Αθήνα να βυθιστή σε σκοτάδι παντοτεινό. Άξαφνα όμως τη λυπήθηκε ο ουρανός. Προτού ακόμα βουλιάξη ο ήλιος, πίσω από τα βουνά τα τρισμάκαρα, έβγαινε η παρηγοριά, έβγαινε ολόφωτο φεγγάρι. Η παρήγορη φεγγαρογιομωσιά λες και χάδεβε τώρα το λαό μας τον αθάνατο και τον αγιασμένο…Ήμερα γελούσε και το φεγγάρι μέσα στη νύχτα την τρομασμένη.. Το φεγγάρι μας ωρμήνεβε και την ελπίδα, τον ήσυχο το στοχασμό, την ζωή την απόβαθη της ψυχής μας, το φεγγάρι μαγευτικά ξυπνούσε την αγάπη. Και λίγο λίγο αρχίναε να τρεμουλιάζη στα σωθικά μας η κοσμοσώστρα Ιδέα, ωσόπου να πάρη δύναμη, να σηκωθή, να φέξη μαζί με τον ήλιο τον αβριανό, τον ήλιο τον ξαναγεννημένο που θα φωτίση την Ελλάδα».
Και είν’ αυτός που σφράγισε τον πρόλογο του τελευταία τυπωμένου βιβλίου του με κάποιο «Ασμάτων άσμα» προς την εθνική ψυχή, χαράς τραγούδι και θριάμβου:
«Εσένα, κανείς να μη σ’ αγγίξη! Βαστούμε ρόπαλο στο χέρι, πολύ γερό. Το ρόπαλό μας είναι η αλήθεια. ‘Ενας ένας όποιος προβάλει να σε χτυπήση, ένας ένας θα τσακιστή και θα πέση..Εσύ αιώνες κ’ αιώνες ζης, πολεμάς κι αναστενάζεις. Εσένα τα όνειρά σου, εσένα οι πόθοι σου κ’ οι μεγάλες σου οι λαχτάρες, εσένα κ’ οι θυμοί σου πάντα βλέπουνε την ιδέα, κ’ η ορμή σου πάντα θα πεταχτή στα πιο ψηλά, στα πιο μεγάλα και στα πιο ωραία…Τα μάτια σου τα μαύρα, γιομάτα ελπίδα, γιομάτα θλίψη που με σφάζει, μέρα δεν είναι που να μην τα θωρώ, και να μην τα θαυμάζω, και να μην τα πονώ, τα μάτια σου τα μεγάλα…Παντού σε ξανοίγω, παντού σε προσκυνώ, παντού σε λατρέβω, αθάνατή μου εσύ ψυχή της Ρωμιοσύνης».
Κωστής Παλαμάς 6 Φεβρουαρίου 1903 Ο Νουμάς