Μας μένει, Κύριοι, τώρα αμφιβολία, ποίος ο προορισμός του ανθρώπου; Να μανθάνη, να ενεργή, να αγαπά. Αυτή την πορείαν της σοφίας μας διδάσκει η φύσις, «φύσιος ες το άριστον οδηγεούσης, διδασκαλίη τέχνης γίγνεται» Τι η τέχνη; Είδησις, πράξις του ορθού, του θείου.
Εδώ, Κύριοι, που έφθασε η ομιλία μου, και φωτίζω κατά την δύναμίν μου το θέμα μου, με κατακυριεύει μία ενθύμησις. Η ενθύμησις ωραίας ζωγραφίας, την οποίαν είδα εις τα Μουσεία των Παρισίων. Είναι η εικόνα του Λεωνίδου εις το στενό των Θερμοπυλών από τεχνίτην θαυμαστόν τον Δαβίδ. Φαίνεται εις την ζωγραφίαν ο Λεωνίδας κρατεί κοντάρι και ασπίδα, έμαθε ότι είκοσι χιλιάς εχθροί εκίνησαν διά νυχτός από κρυφό μονοπάτι να του πάρουν ταις πλάταις, θυσιάζει εις ταις Μούσαις διά να κάμουν περίφημο το όνομά του, και των συντρόφων του εις τον κόσμον. Οι στρατιώται του, άλλοι ευμορφοκτενίζονται, άλλοι ακονίζουν ταις λόγχαις. Η βοή της σάλπιγγος ακούεται, είναι γλυκόχαραγμα. Σπαρτιάτης βαρηά ασθενής από πονόφθαλμον εις χωριό πλησίον των Θερμοπυλών αρπάζει τα άρματά του και έρχεται να πολεμήση, είναι ζωγραφισμένος κρατούμενος από στρατιώτην. Τι θέλει αυτή η ζωγραφία; Τι με πλακόνει; Τι δηλοί; Είναι κρυφό κάλεσμα της ψυχής μου να σας δείξω αίμα και σάρκα τα πνευματικά χαρίσματα του ανθρώπου εις ένα πρόσωπο έξοχο, θαυμαστό, αθάνατο, τον Σπαρτιάτη Βασιλέα. Αγνοούμεν με πόσην πίστιν εξεπλήρωσε τον προορισμόν του εις την γην; Διά να πιάση ταις Θερμοπύλαις παίρνει μόνον τριακοσίους συντρόφους, είναι ολίγοι του λέγουν, δεν χρειάζονται άλλοι αποκρίνεται, διά την σφαγήν του πολέμου. Ήθελε με το ανδραγάθημά του να κινήση εις θαυμασμόν τους Έλληνας, ο θαυμασμός να φέρη την μίμησιν και την νίκην. Ο Ξέρξης του εμήνυσε, έλα με εμέ να σε κάμω Βασιλέα όλης της Ελλάδος. Απεκρίθη, κάλλιο να αποθάνω δίκαιος διά την Ελλάδα, παρά να την βασιλεύσω αδίκως.
Η αρετή της νοήσεώς του του άνοιξε την σοφίαν του μέτρου. Αλλά τι θα ωφελούσε η νόησις, αν δεν υπόφερε το πράγμα με το κορμί; Δεν θα διέφερε από τον μη νοήμονα. Ποίο λοιπόν κονταροχτύπημα! Ποία βαφή αίματος εις την άσπλαχνη ρομφαία του ! Ποία θεμονιά νεκρών, βαρβάρων εχθρών γύρω του έως οπού και ο θάνατος να βασιλεύση τους οφθαλμούς του ! Η αγάπη του διά την κοινωνίαν της γεννήσεώς του εκυματούσε εις τα στήθη του ως άνεμος εις άγριαν νύχτα χειμώνος. Εκατήχησε την Ελληνικήν φυλήν εις ώραν των κινδύνων της ελευθερίας, ότι η ψυχή έχει το κύρος, την υπεροχήν εις το σώμα, ότι θυσία πολίτου είναι ζωή του κράτους και πριν του Αριστοτέλους έγραψε εις το στενό των Θερμοπυλών ο ένδοξος στρατάρχης και βασιλέας, «ου χρη ανθρώπινα φορείν άνθρωπον όντα ούτε θνητά τον θνητόν, αλλά απαθανατίζειν, και άπαντα ποιείν…κατά το κράτιστον των εν αυτώ». Όχι να φρονούμεν ως θνητοί, αλλά ως αθάνατοι, πιστοί εις το σκήπτρον του πνεύματος. Ευλόγως έπειτα ο ποιητής Σιμωνίδης εστιχούργησε στίχον επιτύμβιον,
«Ναός ο τάφος των Ηρώων»
Jacques-Louis David. Leonidas at Thermopylae