«Καὶ εἶνε γελοιοδέστερον τοῦ γελοίου νὰ γίνεται λόγος περὶ Ρωμαϊκότητος ἠμῶν ὅσον καὶ περὶ Χριστιανικότητος, ἀφοῦ μόνον Ἐλληνοποίησις καὶ τῶν δύο Ξενισμῶν ἔγινε» Περικλής Γιαννόπουλος
Η ρωμαϊκή πολιτική θεωρία, ο ελληνικός πολιτισμός και η χριστιανική πίστη αποτελούν τα κύρια στοιχεία που καθώρισαν την εξέλιξη του Βυζαντίου. Χωρίς αυτά τα τρία στοιχεία είναι αδύνατο να κατανοήσουμε το Βυζάντιο. Η σύνθεση του ελληνικού πολιτισμού με τη χριστιανική θρησκεία στο πλαίσιο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οδήγησε στη γένεση του ιστορικού εκείνου φαινομένου που ονομάζουμε βυζαντινή αυτοκρατορία. Η σύνθεση αυτή πραγματοποιήθηκε όταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία μετατόπισε το κέντρο της στην Ανατολή, μετά την κρίση που ξέσπασε τον τρίτο αιώνα. Συγκεκριμένη μορφή έλαβε με την αναγνώριση του χριστιανισμού από το Imperium romanum και την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας στον Βόσπορο. Τα δύο αυτά γεγονότα, δηλαδή η νίκη του χριστιανισμού και η οριστική μετάθεση του πολιτικού κέντρου του κράτους στην εξελληνισμένη Ανατολή, εγκαινιάζουν τη βυζαντινή εποχή.
Στην πραγματικότητα η βυζαντινή ιστορία είναι μία νέα φάση της ρωμαϊκής ιστορίας, όπως και το βυζαντινό κράτος είναι βασικά η συνέχεια του imperium romanum. Βέβαια το επίθετο «βυζαντινός» χρησιμοποιήθηκε σε μεταγενέστερους χρόνους και ήταν άγνωστο στους ονομαζόμενους «Βυζαντινούς». Αυτοί χρησιμοποιούσαν συνήθως το όνομα «Ρωμαίοι», τον αυτοκράτορα τους θεωρούσαν ρωμαίο ηγεμόνα, διάδοχο και κληρονόμο των παλαιών ρωμαίων καισάρων. Έμειναν πιστοί στο όνομα της Ρώμης όσο χρόνο διήρκεσε η αυτοκρατορία, και οι ρωμαϊκές πολιτικές παραδόσεις κυριάρχησαν ως το τέλος στην πολιτική τους συνείδηση και βούληση. Η ρωμαϊκή πολιτική θεωρία συνένωσε τα ετερογενή εθνικά φύλα της αυτοκρατορίας και η ρωμαϊκή ιδέα της παγκόσμιας κυριαρχίας καθώρισε τη θέση της αυτοκρατορίας απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο.
Ως κληρονόμος του ρωμαϊκού imperium το Βυζάντιο πίστευε ότι ήταν η μοναδική αυτοκρατορία πάνω στη γη και διεκδικούσε κυριαρχικό ρόλο πάνω σε όλες τις χώρες που ανήκαν κάποτε στον ρωμαϊκό κόσμο (orbis) και που τώρα είχαν γίνει τμήματα της χριστιανικής οικουμένης. Η σκληρή όμως πραγματικότητα ανέτρεψε προοδευτικά την αξίωση αυτή. Πάντως τα κράτη που δημιουργήθηκαν μέσα στο χώρο της χριστιανικής οικουμένης πάνω στο παλαιό ρωμαϊκό έδαφος, παράλληλα με το ρωμαιο – βυζαντινό κράτος, δεν θεωρήθηκαν νομικά και ιδεολογικά ισότιμα με αυτό. Δημιουργήθηκε μια περίπλοκη ιεραρχία κρατών, στην κορυφή της οποίας βρισκόταν ο ηγεμόνας του Βυζαντίου ως Ρωμαίος αυτοκράτορας και ως κεφαλή της χριστιανικής οικουμένης.
Στην πρώτη βυζαντινή εποχή η πολιτική της αυτοκρατορίας απέβλεπε στην άσκηση άμεσης κυριαρχίας πάνω στον orbis romanus, ενώ στη μέση και την ύστερη βυζαντινή εποχή η διατήρηση της θεωρητικής αυτής ηγεμονίας αποτελούσε τον άξονα, γύρω από τον οποίο στρεφόταν η πολιτική της αυτοκρατορίας.
Ωστόσο, αν και το Βυζάντιο διατήρησε συνειδητά τον σύνδεσμό του με την παλαιά Ρώμη και για λόγους θεωρητικούς και πρακτικούς επέμενε στη διατήρηση της ρωμαϊκής κληρονομιάς, με την πάροδο του χρόνου απομακρύνθηκε σιγά – σιγά από τις αρχικές ρωμαϊκές θέσεις. Ενώ στο χώρο του πολιτισμού και της γλώσσας επικρατεί προοδευτικά το ελληνικό πνεύμα και παράλληλα αυξάνει η επιρροή της Εκκλησίας στη ζωή των Βυζαντινών, οι εξελίξεις στον οικονομικό, τον κοινωνικό και τον πολιτικό χώρο οδηγούν αναγκαστικά στο σχηματισμό μιας νέας οικονομικής και κοινωνικής δομής, έτσι που στον πρώιμο ήδη μεσαίωνα να εμφανίζεται ένα νέο ουσιαστικά κράτος με νέο διοικητικό σύστημα. Σε αντίθεση με την αντίληψη που επικρατούσε άλλοτε είναι φανερό ότι η εξέλιξη του παλαιού βυζαντινού κράτους είναι έντονα δυναμική. Όλα βρίσκονται σε κίνηση, σε αδιάκοπη αναδιαμόρφωση και ανανέωση. Έτσι, όταν η ιστορική αυτή εξέλιξη φθάνει στο τέρμα της, το κράτος των Βυζαντινών δεν έχει πια τίποτε το κοινό με το παλαιό ρωμαϊκό imperium, εκτός βέβαια από το όνομα και τις παραδοσιακές αξιώσεις, που όμως έμειναν ανεκπλήρωτες.
Πάντως στην πρώτη του εποχή το βυζαντινό κράτος είναι ακόμη πραγματικά ρωμαϊκό και η ζωή του διαποτίζεται από τη ρωμαϊκή παράδοση. Η εποχή αυτή θα μπορούσε εξίσου να ονομασθεί πρώιμη βυζαντινή όσο και υστερο-βυζαντινή, αφού περιλαμβάνει τους τρεις πρώτους αιώνες της βυζαντινής ή τους τρεις τελευταίους αιώνες της ρωμαϊκής ιστορίας. Είναι μια χαρακτηριστική εποχή μεταβάσεως από το ρωμαϊκό imperium στη μεσαιωνική βυζαντινή αυτοκρατορία, στην ιστορική πορεία της οποίας ο παλαιός ρωμαϊκός τρόπος ζωής παραχωρεί σταδιακά τη θέση του στα νέα βυζαντινά στοιχεία. Ειδικότερα οι καταβολές της βυζαντινής ιστορίας βρίσκονται στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπως τη διαμόρφωσε η κρίση του τρίτου αιώνα. Η οικονομική εξαθλίωση της εποχής αυτής είχε τρομακτικές επιπτώσεις στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Η Ανατολή μπόρεσε να αντέξει με επιτυχία στην κρίση, γεγονός που προδιαγράφει την κατοπινή εξέλιξη και εξηγεί τη «βυζαντινοποίηση» του ρωμαϊκού κράτους.
[…] Ωστόσο το Βυζάντιο δεν το χαρακτηρίζει η διαμάχη μεταξύ του imperium και του sacerdotium, αλλά ο στενός και βαθύς σύνδεσμος μεταξύ κράτους και Εκκλησίας, δηλαδή η ουσιαστική αλληλεξάρτηση του ορθόδοξου κράτους και της ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα σε έναν ενιαίο κρατικο – εκκλησιαστικό οργανισμό. Είναι πολύ συνηθισμένη η σύμπτωση συμφερόντων και των δύο εξουσιών όπως και η σταθερή συνεργασία τους κάθε φορά που κίνδυνοι απειλούσαν τη θεόδοτη τάξη, είτε από εσωτερικούς και εξωτερικούς αντιπάλους του αυτοκράτορα είτε από τους εχθρικούς προς την Εκκλησία αιρετικούς. Από την άλλη όμως πλευρά η σύμπραξη αυτή παρασύρει αναπόδραστα την Εκκλησία κάτω από την άμεση κηδεμονία του παντοδύναμου αυτοκράτορα. Έτσι η υπεροχή της αυτοκρατορικής εξουσίας σε σχέση με την εκκλησιαστική θα καταστεί η χαρακτηριστική και κανονική πια σχέση για όλες τις εποχές του Βυζαντίου.
Ο αυτοκράτορας δεν είναι μόνο ο ανώτατος διοικητής του στρατού, ο ανώτατος δικαστής και ο μοναδικός νομοθέτης, είναι ακόμη ο προστάτης της Εκκλησίας και της ορθής πίστεως. Είναι ο εκλεκτός του Θεού, και γι’ αυτό όχι μόνο ο αυθέντης και δεσπότης, αλλά και η ζωντανή εικόνα του χριστιανικού κράτους που του εμπιστεύθηκε ο Θεός. Υπερυψωμένος πάνω από τη γήινη και ανθρώπινη σφαίρα, βρίσκεται σε άμεση σχέση με το Θεό και γίνεται αντικείμενο μιας ιδιότυπης πολιτικής και θρησκευτικής λατρείας. Η λατρεία αυτή γίνεται καθημερινά στη βασιλική Αυλή, σε ένα πλαίσιο εντυπωσιακής τελετουργίας, με τη σύμπραξη της Εκκλησίας και όλου του κόσμου της Αυλής. Εκφράζεται ακόμη με τις εικόνες που παριστάνουν τον φιλόχριστο αυτοκράτορα, με κάθε προσφώνηση που απευθύνει ή δέχεται σε δημόσιο χώρο. Οι υπήκοοι του κράτους είναι δούλοι του. Όταν τους παραχωρείται η εύνοια να αντικρύσουν το πρόσωπό του, τον χαιρετούν όλοι, ακόμη και οι ανώτατοι στην τάξη, υποκλινόμενοι σε προσκύνηση ως το έδαφος. Βέβαια η θαμβωτική λαμπρότητα του τελετουργικού της βυζαντινής Αυλής όπως και η αυτοκρατορική παντοδυναμία που αντικατοπτρίζει, έχουν τις ρίζες τους στην ελληνιστική και τη ρωμαϊκή παράδοση. Από την παράδοση αυτή, που ήταν ήδη διαποτισμένη με ορισμένα ανατολικά στοιχεία, προέρχεται η ξεχωριστή λαμπρότητα, της βυζαντινής Αυλής, που ενισχύθηκε και με άλλα απ’ ευθείας δάνεια από την Ανατολή, τόσο από το βασίλειο των Σασσανιδών όσο αργότερα και από το αραβικό Χαλιφάτο.
Ο βυζαντινός κόσμος όχι μόνο προήλθε από τον ελληνιστικό, αλλά συνδεόταν μαζί του και με μια εσωτερική συγγένεια. Όπως στον ελληνιστικό έτσι και στο βυζαντινό κόσμο, τα διάφορα στοιχεία συνδέονται και εναρμονίζονται μεταξύ τους σε ένα κοινό πολιτιστικό σύνολο. Και οι δύο αυτοί κόσμοι, ιδιαίτερα όμως το Βυζάντιο, έχουν κάτι το επιγονικό και εκλεκτικό. Και οι δύο αντλούν από την κληρονομιά μεγαλύτερων και δημιουργικότερων πολιτισμών, και η ιστορική τους προσφορά δεν συνίσταται στη δική τους δημιουργικότητα, όσο στη σύνθεση. Ο άνθρωπος και των δύο αυτών κόσμων είναι από πολιτιστική άποψη ο τύπος του συλλέκτη. Βέβαια είναι μοιραίο από το έργο του συλλέκτη να λείπει το πνευματικό σφρίγος, ενώ η μίμηση ισοπεδώνει το νόημα και το περιεχόμενο του προτύπου, και το αρχικό κάλλος της μορφής μεταβάλλεται σε κενή, συμβατική ρητορεία. Ωστόσο, είναι εξίσου ορθό ότι το Βυζάντιο προσέφερε μια μεγάλη και ιστορική υπηρεσία με το να διατηρήσει με αγάπη τα αρχαία πολιτιστικά αγαθά, να καλλιεργήσει το ρωμαϊκό δίκαιο και την ελληνική παιδεία. Τα δύο μεγάλα μεγέθη και συνάμα οι δύο αντίποδες της αρχαιότητας, η Ελλάδα και η Ρώμη, αναπτύσσονται μαζί πάνω στο βυζαντινό έδαφος. Τα μεγαλύτερα επιτεύγματά τους, το ρωμαϊκό κρατικό σύστημα και ο ελληνικός πολιτισμός, ενώνονται σε μια νέα μορφή και συνδέονται άρρηκτα με το χριστιανισμό, τον οποίο παλαιότερα τόσο το κράτος όσο και οι πολιτιστικοί φορείς τον έβλεπαν ως τον μεγάλο εχθρό τους. Το χριστιανικό Βυζάντιο δεν αποστρέφεται ούτε την εθνική τέχνη ούτε την εθνική σοφία. Όπως το ρωμαϊκό δίκαιο παρέμεινε πάντοτε η βάση του νομικού συστήματος και της νομικής συνειδήσεως των Βυζαντινών, έτσι και ο ελληνικός πολιτισμός παρέμεινε πάντοτε το θεμέλιο της πνευματικής τους ζωής. Η ελληνική επιστήμη και φιλοσοφία, η ελληνική ιστοριογραφία και ποίηση αποτελούν το μορφωτικό αγαθό και των πιο ευσεβών Βυζαντινών. Ακόμη και η βυζαντινή Εκκλησία οικειοποιήθηκε την πνευματική κληρονομιά της αρχαίας φιλοσοφίας και χρησιμοποίησε την ορολογία της για τη διαμόρφωση της χριστιανικής δογματικής διδασκαλίας.
Georg Ostrogorsky – Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Α’ τόμος