«Είμαι η Πατρίδα. Μουσική στο διάβα μου τον αέρα
δένει. Ριζώνω όπου σταθώ. Φως όπου πατώ σπέρνω.
Και μιας αλήθειας και μιας χάρης είμ’ εγώ μητέρα,
και ήρθα. Τον ύμνο φέρνω.
Τον ύμνο, φωτοστέφανο, σε μυστικά Θεοφάνεια
χυτό από μένα, αμάραντο, πιο απάνου απ’ τα στεφάνια
που φέρνουν για να στεφανώσουν το μνημόσυνό σας
άρχοντες και στρατός και λαός γονατισμένοι εμπρός σας.
Τον ύμνο στην εικόνα σας τεχνίτης που τη λέει
γραφτή με το σμιλάρι του στα μαρμαρένια φύλλα,
τον ύμνο που τ’ αρμονικό του βούϊσμα τ’ ανταμώνει,
σημαία, με τη βουβή σου ανατριχίλα∙
τον ύμνο τον πολύφωνο, και σάλπισμα κι αηδόνι,
φέρνω, να πάει τη δόξα σας βαθιά κρυφά όπου καίει
του Γένους η καρδιά,
καρδιές μου, ήρωες, μάρτυρες, νεκροί γενναίοι, ωραίοι.
Μία, θεία βουλή κι ο σταυρωμός κι ο λυτρωμός, παιδιά!
Κόδροι, Λεωνίδες, Καραϊσκοι στους καιρούς, ακόμα
όσοι με τ’ όνομα και ζήτε και φεγγαροβολάτε,
κ’ εσείς που σα να κρύβεστε και σιωπηλοί περνάτε,
στρατιώτες άγνωστοι, αθλητές ανώνυμοι, το στόμα
που δε σας αχολόγησε το βροντερό της φήμης
και μένετε αλειτούργητοι στην εκκλησιά της μνήμης,
πεσμένοι μου ομολογητές από λογχιά, από βόλι,
κ’ οι γνωρισμένοι κ’ οι άγνωροι, δόξες μου, και όμοια, και όλοι.
Τέτοια ζωντάνια είχαν και τότε ορίζοντες, γη, τόποι,
και ο λάκκος και η κορφή.
Πίσω απ’ το μεγαλόκορμο τον Όρβηλο η Ροδόπη ξεμύτιζε κρυφή.
Αστραφτερά, μαυριδερά θεριεύανε στα μάτια
βοσκές, χωριά, νερά.
Ρουμάνια, η λεύκα, η καστανιά, τα πεύκα σαν τα ελάτια
στυλώνονταν γερά.
Ρόδα. Τα πάντα πύρωνε το κάμα του αλωνάρη,
ζώα, λίμνες, λαγκαδιές,
και το ποτάμι το πλατύ, και το παχύ χορτάρι ∙
μαζί και τις καρδιές.
Γαυρίαζε πολεμόχαρα σε απάτητα ταμπούρια
με τ’ άρματα κι ο εχθρός.
Όμως απάνου από τα πολυβόλα, από τα θούρια,
Φούρια η φωνή μου. Εμπρός!
Δε σας κρατάν πλαγιά, κορφή, στενό, πλάτωμα, πόρος.
Έγινα μεσ’ στα σπλάχνα σας ο θεός ο νικηφόρος,
έγινα ο δρόμος πιο λαμπρά προς την αθανασία
που πάει με τη θυσία.
Με μιας και σα να γύριζαν οι μισεμένοι χρόνοι
του Διάκου και του Μπότσαρη και του Κολοκοτρώνη,
που και λαλούσε κι άνθιζε κι αηδόνι και λουλούδι ∙
μονάκριβο μεσ’ στη σκλαβιά το κλέφτικο τραγούδι, ─
με τη δροσιά του τραγουδιού στο φλογισμένο στόμα,
με το τραγούδι επέφτατε ματώνοντας το χώμα,
κάτου από τ’ άξιο τ άλογο, στο ασώπαστο κανόνι,
πεζοί και καβαλάρηδες, του Μάη κομμένοι κλώνοι.
Βάγια, τρισάγια, Λαχανά, Κιλκίς, προσκυνητάρια.
Το αίμα, ο θάνατος, η νίκη, οι πέτρες, τα χορτάρια,
σκάλες προς ύψη επαγγελτά με, πάτε, η περηφάνια
η αρχαία με παίρνει, μπάζετε στης ιστορίας μας πάλι
τη δόξα τα Βαλκάνια,
σα ναδιναν τα χέρια λαοί μεσ’ την ανεμοζάλη,
Ροδόπη, σα να γύρευες ─ ποιος ξέρει ─ στου πολέμου
τη λύσσα, νύφη, το φιλί του ελληνοδόξαστου Αίμου…
Στου Χάρου την ολονυχτιά σας φώτιζα, αγιοκέρι,
θυσιαστήρια, Λαχανά, Κιλκίς,
στη νύχτα του δαρμού σας είμουν της αυγής το αστέρι ∙
για σας είν’ ο ύμνος μου πλατύς.
Πλατύς είν’ ο ύμνος μου από σας, γιατί και την Πατρίδα
την ίδια εμέ πλατιά σ’ εσάς να καθρεφτίζεται είδα
σε Θεοφάνεια μυστικά μ’ όλα της φεγγοβόλα
τα ιστορικά, τα ιδανικά, τα ριζικά της, όλα.
Δεν πάει σε μένα της φλογέρας η φωνή, μια στάλα.
Τα μεγαλόφωνα όργανα δοξάζουν τα μεγάλα.
─ Η Αθήνα, η Σπάρτη, Ρούμελη, Μωριά! Τετραπλό φτάνει
και τ’ όνομα σας μοναχά για του ύμνου το λιβάνι.
Γη αντρειωμένη ανταριασμένη γη, Μακεδονία.
στου Γένους τα χρυσόνειρα και τόνος και αγωνία!
Γύρω σου, Ελλάδα ιδεατή, πόσες με σάρκα Ελλάδες!
Χαίρε και των αρματωλών Ήπειρος και του Πύρρου,
των Αλεξάντρων και η ορμή κι ο εξάμετρος του Ομήρου!
Βογγούν τα Δωδεκάνησα…Ζή η Κύπρος, οι Κυκλάδες
χορεύουν πάντα ολόγυρα στην Απολλώνια Δήλο ∙
και η Πούλια των Εφτάνησων. Και τα σμαράγδια, τρία,
Χίο, Λέσβο, Σάμο. Η θάλασσα θησαυριστής μας, λάμπει,
και η Κρήτη, ηρώϊσσα πάντα εμπρός. Της Θεσσαλίας κ΄ οι
κάμποι
πάντα βαστάν και του Αχιλλέα και του Φεραίου το θρύλο.
Του Υδραίου το χέρι θριαμβικά σε κυβερνάει, τιμόνι,
το ξέρουν του αλησμόνητου Βοσπόρου τα νερά,
γυπαετός τ’ αεροπλάνο, ρίζωμα το κανόνι,
κάποιος Κανάρης πλάθεται ─ ποιος ξέρει ─ στα Ψαρά.
Κ’ εσύ! ζωή της Ιωνίας! Και μεσ’ τα σάβανα σου
Σφίγγοντας ευλαβητικά τ’ άγια τα λείψανα σου,
στον κόρφο μου το μητρικό που γύρευες το μνήμα
γρικάς μιας νεκρανάστασης να σε ξυπνά το κύμα.
Σκέπη μας απ’ το Ταίναρο κι ως τη Θεσσαλονίκη
Σοφία, Εργάνη, Πρόμαχος, η ασπίδα σου Αθηνά
Πνέε, ειρηνόφορη χαρά, του ματωμού και οι λύκοι
ουρλιάστε, όμοια σας πρέπουνε δοξαστικά Ωσαννά!
Είμαι η Ελλάδα, των πατρίδων ειμ’ εγώ κορώνα
και των ανθρώπων ο βωμός και των εθνών η Ελένη,
και τ’ ανταμώνω στων καιρών τα ρέματα ζωογόνα
τα τρόπαια της Αράχωβας, τα Δελφικά τεμένη.
Ειρήνη, εσύ ώ πασίχαρη και ώ πλουτοδότρα Ειρήνη,
ο ξάστερος εσύ ουρανός και η ξεδιψάστρα η κρήνη,
τον όλβο τον καλείς εσύ, την τύχη εσύ την κάνεις,
καλότυχος θνητός ή λαός που θα τον ξανασάνης.
Στα πόδια σου άνεργη σπαράζει από τα καταχθόνια
και η καταλύτρα των εθνών η φάγοσσα η Διχόνοια!
Ευλογημένοι όσοι για σε δουλεύουν και «σαρκώσου!»
Κράζουν με χέρια ικετικά προς τ’ άπιαστο όνειρο σου.
Μα έρχεται μέρα, βοή ξεσπά: « Χτυπάτε, Πολεμάρχοι!»
Ποιος την αξία της η ζωή, ποιος δεν αισθάνεται ότι
την έχει από θάνατο; Κι αν η πατρίδα υπάρχη,
τη ζής εσύ, στρατιώτη!
Για να τη ζήσης πολεμάς, καίεσαι, νικάς, πεθαίνεις,
για να καρπίση η χωραφιά τη σκίζει κι ο οργοτόμος,
τέτοιος και πάντα και από μιας αρχής της Οικουμένης
γύρω από τον Κύρ Ήλιο της ο άγριος κι ο άγιος νόμος.
Του νόμου αυτού μαυρίζει ο ίσκιος τ’ άστρο της ημέρας,
δράκοντας αίμα ρηγικό μυρίζεται το τέρας.
Όμως από τα ύψη μου κι όποιος τον αντικρύση,
Προσκυνητής του θα γενή, θα ειπή: «Πλάστρα η φωτιά του!»
Γύφτος, και τα σφυροκοπά στη φλόγα του εδώ κάτου
φύλα νέου κόσμου και παλιού σε Ανατολή, σε Δύση.
Ιδέες αρνήτρες, της ψυχής χαλάστρες φωτιές, πάγοι,
τυφλού ενός τρόμου ή το κρεμάν ανάερα το σπαθί,
ή πολεμάνε την ψυχή ν’ αράξουν όπου ανθεί
το λησμοβότανο, ίσα εκεί που ζούνε οι λωτοφάγοι.
Κι όσα από με παραδοτά, θρεμμένα, ευλογημένα,
θρησκεία, γη, πίστη, ιδανικά, θυσίες, αγάπες, χρέη,
σα βαρετά, σαν ξεγραφτά,, προσβάλλοντ’ ένα ένα.
Σε βάθρα, ξόανα βάρβαρα, Μεσσίες ωχροί, θεοί νέοι.
Είμαι η Πατρίδα. Αδάκρυτη και αγέλαστη μητέρα,
συχνά απ΄ το χρέος που κυβερνά ιερό τα σωθικά μου,
μου βάζει ατσάλι στην καρδιά και στη ματιά φοβέρα,
το χρέος με δείχνει και μητρυιά και σκιάχτρο στα παιδιά μου.
Και μην ξαφνίζεστε αν κρατώ την αγριλιά στο χέρι
πλεγμένη σε μαχαίρι.
Στην αγκαλιά μου ταιριαστές και Χάρες και Γοργόνες.
Οι Μαραθώνες ─ μάθετε ─ γεννούν τους Παρθενώνες.
─ Παιδιά μου, όσοι, προφήτες μου, στρατιώτες, αρχηγοί,
σαν τα λιοντάρια στήσανε κορμιά και σαν τα κάστρα,
και μεσ’ στη μακεδονική ματοθρεμμένη γη
βάλατε την εικόνα μου φερτή σαν από τ’ άστρα
στου Λαχανά και στου Κιλκίς την εκκλησιά την πλάστρα,
πνοές κι αν πλανάστε σ’ άλλη ζωή, λείψανα κι αν κοιμάστε,
σας λειτουργώ στη δόξα μου. Μακαρισμένοι να ‘στε!