Από την τελευταία ομιλία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Ἐμεῖς μέν, εὐγενέστατοι Ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι στρατιῶται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, καλὸς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ Ὥρα καὶ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεως ἡμῶν βούλεται ἵνα μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς ἰσχυροτέρως στενοχωρήσῃ ἡμᾶς καὶ πόλεμον σφοδρὸν μετὰ συμπλοκῆς μεγάλης καὶ συρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καὶ θαλάσσης δώσῃ ἡμῶν μετὰ πάσης δυνάμεως, ἵνα, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις τὸν ἰὸν ἐκχύσῃ καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς.
Διὰ τοῦτο λέγω καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα στῆτε ἀνδρείως καὶ μετὰ γενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν ἐποιήσατε, κατὰ τὸν Ἐχθρῶν τῆς πίστεως ἡμῶν. Παραδίδωμι δὲ ὑμῖν τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην πόλιν καὶ πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων. Καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσερά τινα ὀφείλεται κοινῶέ ἐσμεν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρῶτον μὲν ὅπερ τῆς πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὅπερ πατρίδος, τρίτον ὅπερ τοῦ βασιλέως ὡς Χριστοῦ Κυρίου, καὶ τέταρτον ὅπερ συγγενῶν καὶ φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσταί ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου πολλὰ μᾶλλον ὅπερ πάντων ἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶ ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι.
Γεώργιος Βιζυηνός, Ο τελευταίος Παλαιολόγος
Στοὺς συμβολισμοὺς τῆς παραδόσεως, γιαγιὰ εἶναι οἱ παλαιὲς γενεὲς καὶ ἐγγονὸς ἡ νέα γενιά, ἡ ὁποία πρέπει νὰ κάνει τὸ καθῆκον της.
- Τὸν εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, γιαγιὰ τὸν Βασιλέα
ἢ μήπως καὶ σοῦ φάνηκε, σὰν ὄνειρο νὰ ποῦμε,
σὰν παραμύθι τάχα; - Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ σένα νέα,
Πὰ νὰ γενῶ ἑκατὸ χρονῶν, κι ἀκόμα τὸ θυμοῦμαι
σὰν νἄταν χθὲς μονάχα. - Ἀπέθανε, γιαγιά;
- Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμᾶται.
- Καὶ τώρα πιὰ δὲν ἠμπορεῖ
γιαγιάκα νὰ ξυπνήση; - Ὤ, βέβαια! Καιροὺς καιρούς,
σηκώνει τὸ κεφάλι,
καὶ βλεπ᾿ ἂν ἦρθεν ἡ στιγμή,
πὄχει ὁ Θεὸς ὁρίσει. - Πότε, γιαγιά μου, πότε;
- Ὅταν τρανέψῃς, γιόκα μου,
νὰ ἀρματωθῇς, καὶ κάμῃς,
τὸν ὅρκο στὴν Ἐλευθεριά,
σὺ κι ὅλη ἡ νεολαία,
θὰ σώσετε τὴν χώρα.
Κι ὁ βασιλιὰς θὰ σηκωθεῖ
τὸν Τοῦρκο νὰ χτυπήσῃ.
Καὶ χτύπα-χτύπα, θὰ τὸν πά
πίσω στὴν κόκκινη μηλιά,
καὶ πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο,
ποὺ πιὰ νὰ μὴ γυρίσῃ!
Κώστα Καρυωτάκης – Μαρμαρωμένε Βασιλιά
Καὶ ρίχτηκε μὲ τ᾿ ἄτι του μὲς στῶν ἐχθρῶν τὰ πλήθια,
τὸ πύρινο τὸ βλέμμα του σκορποῦσε τὴν τρομάρα,
καὶ τὸ σπαθί του τὴ θανή. Στὰ χάλκινά του στήθια,
ἐξέσπασε ἡ ὄργητα σὲ βροντερὴ κατάρα.
Ἐθόλωσαν τὰ μάτια του. Τ᾿ ἁγνὸ τὸ μέτωπό του,
θαρρεῖς ὁ φωτοστέφανος τῆς Δόξας τ᾿ ἀγκαλιάζει.
Κι ἔπεσε χάμου ὁ Τρανός! Θρηνῆστε τὸ χαμό του.
Μά, μή! Σὲ τέτοιο θάνατο ὁ θρῆνος δὲν ταιριάζει.
Κι ἔπεσε χάμου ὁ Τρανός! Κυλίστηκε στὸ χῶμα,
ἕνας Τιτᾶν π᾿ ἀκόμα χτὲς ἐστόλιζ᾿ ἕνα θρόνο,
κι ἐσφάλισε – ὀϊμένανε! – γιὰ πάντ᾿ αὐτὸ τὸ στόμα,
ποὺ κάθε πίκρα ρούφαγε κι ἔχυν᾿ ἐλπίδες μόνο,
Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολὺ δὲ θὰ προσμένεις.
Ἕνα πρωὶ ἀπ᾿ τὰ νερὰ τοῦ Βόσπορου κεῖ πέρα
θὲ νὰ προβάλει λαμπερός, μιᾶς Λευτεριᾶς χαμένης,
ὁ ἀσημένιος ἥλιος. Ὤ, δοξασμένη μέρα!
Από την διήγηση του αυτόπτη μάρτυρα της Αλώσεως της Πόλεως, Γεωργίου Φραντζή
Θα σας περιγράψω τώρα τι έκανε ο αυτοκράτορας την ώρα της μάχης, ώστε να το μάθουν όλοι.
Όταν ο σουλτάνος ετοιμαζόταν για πόλεμο, οι υπόλοιποι Χριστιανοί ηγεμόνες συσκέπτονταν για την αποστολή βοήθειας. Οι γειτονικοί ηγεμόνες είναι φανερό ότι δεν έκαναν τίποτα.
Ο σουλτάνος μάλιστα έστειλε πρέσβεις στον ηγεμόνα της Σερβίας Γεώργιο προκειμένου να μεσολαβήσει για την ειρήνη μεταξύ Τούρκων και Ούγγρων. Μαζί με τους πρέσβεις βρισκόταν και κάποιος Χριστιανός γραμματικός που είχε εντολή από μερικούς Τούρκους συμβούλους να πει στο Γεώργιο να αναβάλει την ειρήνη με τους Ούγγρους, διότι αν γίνει αυτό, ο σουλτάνος θα επιτεθεί αμέσως εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Εκείνος όμως δε φρόντισε ούτε είπε τίποτα για το θέμα αυτό, χωρίς να έχει αντιληφθεί ότι αν αφαιρεθεί το κεφάλι από το σώμα, όλα τα μέλη θα μείνουν νεκρά.
Τότε λοιπόν, στο μεγάλο συμβούλιο που έγινε στη Βενετία γύρω απ’ αυτό το θέμα, σηκώθηκε ο δούκας Φραγκίσκος Φόσκαρι και είπε: «Ου κατ’ άγνοιαν γαρ ο βασιλεύς Ιωάννης ώριζεν ημάς». Αλλά και όσοι άλλοι τον είδαν και μίλησαν μαζί του παραδέχονταν ότι δεν είχαν γνωρίσει πιο φρόνιμο άνθρωπο στην Ιταλία. Δυστυχώς, όμως, υπερίσχυε η κακία και ο φθόνος επειδή «ουκ οίδε γαρ ο φθόνος προτιμάν το συμφέρον». Αιτία αυτών ήταν η εξής: Ο Αλοΐσιος Διέδος μεσίτεψε κάποτε ώστε ο μακαρίτης αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, δεσπότης τότε στην Πελοπόννησο, να πάρει σύζυγο την κόρη του μαζί με μεγάλη προίκα. Ο δεσπότης μου δέχτηκε αυτή τη συγγένεια όχι για άλλο λόγο αλλά για να ενωθεί έτσι ο τόπος μας μι τη Βενετία, κάτι που υποστήριζα τόσο εγώ όσο και πολλοί άλλοι που συνιστούσαμε να γίνει ο γάμος αυτός.
Όταν όμως στέφθηκε αυτοκράτορας και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, δεν ήταν πλέον δυνατό να πραγματοποιηθεί αυτό επειδή οι άρχοντες και οι αρχόντισσες του Βυζαντίου δε δέχονταν για Κυρία και Δέσποινα τους την κόρη ενός Βενετού, του οποίου οι γιοι και οι γαμπροί θα γίνονταν σύγαμπροι και γυναικάδελφοι του αυτοκράτορα. Μπορεί να ήταν ένας ένδοξος δούκας, το αξίωμά του όμως δεν ήταν ισόβιο. Αφού ο δεσπότης μου έγινε αυτοκράτορας, ο δούκας ζήτησε και πάλι να γίνει το συνοικέσιο, αλλά πήρε αρνητική απάντηση. Έτσι ο άνθρωπος αυτός έγινε εχθρός μας και μολονότι ο Αλοΐσιος Λορεντάνο, ο Αντώνιος Διέδος και πολλοί άλλοι υποστήριξαν με επιχειρήματα ότι αν πέσει η Κωνσταντινούπολη θα ζημιωθεί σημαντικά και η δική τους ηγεμονία, δεν κατάφεραν να πείσουν το δούκα να βοηθήσει τον αυτοκράτορα.
Αλλά και η Εκκλησία της Ρώμης έκανε το ίδιο. Όταν ο καρδινάλιος της Ρωσίας βρέθηκε στην πόλη μας, μεσολάβησα στον αξέχαστο δεσπότη μου να τον κάνει πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης επειδή, αν γινόταν αυτό, θα μας βοηθούσε τόσο ο ίδιος όσο και ο πάπας.
Τουλάχιστον, πρόσθεσα, ας μνημονεύεται και ο πάπας στις λειτουργίες μας μετά τον Πατριάρχη. Ύστερα από πολλές συζητήσεις και συμβούλια ο αξέχαστος αυτοκράτορας αποφάσισε να μη γίνει το πρώτο επειδή δε θα υπάκουαν όλοι στον πατριάρχη αλλά θα δημιουργούνταν έριδες και έχθρες μεταξύ εκείνου και όσων δεν τον ήθελαν. Αν λοιπόν ξεσπούσε πόλεμος με τον εξωτερικό μας εχθρό, η ζημιά θα ήταν τεράστια εξαιτίας της εσωτερικής διαμάχης. Μπορούμε όμως να μνημονεύουμε τον πάπα, συμφώνησε ο αυτοκράτορας, με την ελπίδα ότι θα μας βοηθήσει σε περίπτωση ανάγκης. Όσοι το θέλουν, ας το εφαρμόσουν στην Αγία Σοφία. Οι υπόλοιποι ας μην κάνουν τίποτα.
Μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου πέρασαν έξι μήνες και δεν έγινε η παραμικρή συζήτηση για βοήθεια. Η Σερβία, από όπου θα μπορούσαν να σταλούν κρυφά και χρήματα και άνθρωποι με διάφορους τρόπους, δε μας έστειλε ούτε δραχμή. Αντίθετα, βοήθησε το σουλτάνο που πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη με πολλά χρήματα και ανθρώπους, με αποτέλεσμα να μας ειρωνεύονται οι Τούρκοι λέγοντας ότι ακόμα και οι Σέρβοι είναι εναντίον σας. Κανένας από τους Χριστιανούς ηγεμόνες της Δύσης ή της Ιβηρίας δεν έστειλε φανερά ή κρυφά την παραμικρή οικονομική ή ανθρώπινη βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη.
Οι Ούγγροι έστειλαν πρέσβεις στο Σουλτάνο λέγοντας ότι κάνουν μαζί του ειρήνη με τον όρο να κάνει κι εκείνος το ίδιο μαζί μας. Οι πρέσβεις όμως έφτασαν όταν είχε αρχίσει η πολιορκία της πόλης μας και συγκεκριμένα τη βδομάδα που ετοιμαζόταν η τελική έφοδος. Ο Σουλτάνος και οι σύμβουλοί του άρχισαν να χρονοτριβούν κολακεύοντας τους Ούγγρους, ώστε να καθυστερήσουν την απάντησή τους. Αυτό γινόταν με δόλιες προθέσεις επειδή ήθελαν να δουν τι θα συμβεί. Αν κυρίευαν την Πόλη θα έλεγαν: «Εμείς καταλάβαμε την Κωνσταντινούπολη. Φύγετε και κάνετε ό,τι θέλετε, είτε ειρήνη είτε πόλεμο μαζί μας». Έτσι ακριβώς έγινε κι αυτά τα λόγια είπαν στους πρέσβεις. Αν πάλι δεν τα κατάφερναν, θα υποστήριζαν ότι σταμάτησαν τον πόλεμο για χάρη της ειρήνης μεταξύ τους και θα αποχωρούσαν. Είχε μαθευτεί μάλιστα ότι ο σουλτάνος σκεφτόταν: «Αν δεν κυριέψω τώρα την Κωνσταντινούπολη, θα κάνω αμέσως ειρήνη και θα τη διατηρήσω όσο ζω».
Ο μακαρίτης αυτοκράτορας και δεσπότης μου έκανε ότι μπορούσε, κρυφά και φανερά, για τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης και της αυτοκρατορίας, χωρίς να σκεφτεί καθόλου για τη σωτηρία της ζωής του. Είναι φανερό ότι αν ήθελε, μπορούσε να φύγει εύκολα. Δεν το έκανε όμως, αλλά αγωνίστηκε σαν τον καλό βοσκό που δίνει και την ψυχή του ακόμα για να σώσει τα πρόβατα. Μόνο ο Ιωάννης Καντακουζηνός κι εγώ ξέρουμε τις προσπάθειες που κατέβαλε. Όταν ο Ιάγκος της Ουγγαρίας του ζήτησε τη Σηλυβρία ή τη Μεσημβρία για να βάλει εκεί δικούς του ανθρώπους και σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία να μας βοηθήσει εναντίον της του παραχωρήθηκε η δεύτερη μόλις άρχισαν οι μάχες. Το χρυσόβουλο γράφτηκε από εμένα τον ίδιο και το πήγε στον Ιάγκο ο γιος του ο Μιχαήλ που ήταν και γαμπρός του Θεοδοσίου του Κυπρίου. Ποιος γνωρίζει τις απαιτήσεις του βασιλιά της Καταλονίας, που ζητούσε τη Λήμνο για να γίνει παντοτινός σύμμαχός μας και εχθρός των Τούρκων στη θάλασσα; Κι αυτό το τακτοποίησε ο αυτοκράτορας. Ποιος γνωρίζει τα χρήματα και τις υποσχέσεις που έδωσε στη Χίο μέσω του Πέραν για να στείλει ανθρώπους τους οποίους δεν είδαμε ποτέ; Ποιος έκανε νηστείες και δεήσεις είτε μόνος είτε μαζί με τους ιερείς ή ποιος έδινε χρήματα για τους φτωχούς τους οποίους βοήθησε όσο κανένας άλλος; Ποιος έκανε αμέτρητες παρακλήσεις στο Θεό για να ελευθερωθούν οι Χριστιανοί από την αιχμαλωσία των απίστων; Δυστυχώς, όλα αυτά τα παρέβλεψε ο Θεός άγνωστο για ποιες αμαρτίες μας, ενώ οι άνθρωποι δεν τα ήξεραν και καθένας έλεγε ότι του κατέβαινε. Εγώ όμως είμαι βέβαιος ότι ήταν παλιά απόφαση του Θεού να φτάσουν οι Ρωμαίοι στην έσχατη δυστυχία. Άγνωστες είναι οι αιτίες για τις οποίες η Θεία Πρόνοια δημιουργεί λυπηρές και επιβλαβείς καταστάσεις, ενώ θέτει τεράστια εμπόδια για τα αγαθά και τα ωφέλιμα.
Επιλογές και επιμέλεια:
Αίας Δάλιος