Τα επιγράμματα όπως τα καταγράφει ο Ηρόδοτος:
[7,228] θαφθεῖσι δέ σφι αὐτοῦ ταύτῃ τῇ περ ἔπεσον, καὶ τοῖσι πρότερον τελευτήσασι ἢ ὑπὸ Λεωνίδεω ἀποπεμφθέντας οἴχεσθαι, ἐπιγέγραπται γράμματα λέγοντα τάδε.
μυριάσιν ποτὲ τῇδε τριηκοσίαις ἐμάχοντο ἐκ Πελοποννάσου χιλιάδες τέτορες. (2)
ταῦτα μὲν δὴ τοῖσι πᾶσι ἐπιγέγραπται, τοῖσι δὲ Σπαρτιήτῃσι ἰδίῃ.
ὦ ξεῖν᾽, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. (3)
Λακεδαιμονίοισι μὲν δὴ τοῦτο, τῷ δὲ μάντι τόδε.
μνῆμα τόδε κλεινοῖο Μεγιστία, ὅν ποτε Μῆδοι Σπερχειὸν ποταμὸν κτεῖναν ἀμειψάμενοι, μάντιος, ὃς τότε κῆρας ἐπερχομένας σάφα εἰδώς οὐκ ἔτλη Σπάρτης ἡγεμόνα προλιπεῖν.
ἐπιγράμμασι μέν νυν καὶ στήλῃσι, ἔξω ἢ τὸ τοῦ μάντιος ἐπίγραμμα, Ἀμφικτύονες εἰσὶ σφέας οἱ ἐπικοσμήσαντες· τὸ δὲ τοῦ μάντιος Μεγιστίεω Σιμωνίδης ὁ Λεωπρέπεος ἐστὶ κατὰ ξεινίην ὁ ἐπιγράψας.
Απόδοση:
228. Οι νεκροί τάφηκαν εκεί όπου έπεσαν και, μαζί τους, όσοι είχαν σκοτωθεί προτού διατάξει ο Λεωνίδας τα υπόλοιπα στρατεύματα να φύγουν από το πέρασμα. Πάνω στον τάφο τους υπάρχει μια επιγραφή που τιμάει ολόκληρη τη δύναμη:
Τέσσερις χιλιάδες άνδρες από τη γη του Πέλοπα αντιμετώπισαν κάποτε εδώ τρία εκατομμύρια εχθρούς.
Αυτό το επίγραμμα ήταν για όλους. Οι Σπαρτιάτες έχουν μια ειδική επιτάφια επιγραφή, που λέει:
Ξένε, πήγαινε πες στους Σπαρτιάτες ότι εδώ είμαστε θαμμένοι υπακούοντας στους νόμους τους.
Για τον μάντη Μεγιστία υπάρχει η ακόλουθη επιγραφή:
Εδώ είναι θαμμένος ο ένδοξος Μεγιστίας, που, όταν οι Μήδοι πέρασαν τον ποταμό Σπερχειό, τον σκότωσαν.
Ένας μάντης, που, αν και γνώριζε πως ο θάνατος ερχόταν, δε θέλησε να εγκαταλείψει το βασιλιά της Σπάρτης.
Οι κολόνες με τις επιτάφιες επιγραφές στήθηκαν προς τιμή των νεκρών από τους Αμφικτύονες, ενώ το επίγραμμα για το μάντη Μεγιστία ήταν έργο του Σιμωνίδη, γιου του Λεωπρέπη, που το έγραψε για να τιμήσει το φίλο του.
Τα επιγράμματα όπως τα κατέγραψε ο Διόδωρος Σικελιώτης
[11,11] Ποιος δε θα θαύμαζε τις αρετές αυτών των αντρών; Των αντρών αυτών που, ομόψυχα, δεν εγκατέλειψαν τη θέση που τους είχε ορίσει η Ελλάδα, αλλά πρόσφεραν πρόθυμα τη δική τους ζωή για την κοινή σωτηρία των Ελλήνων και προτίμησαν να πεθάνουν τιμημένα παρά να ζήσουν ατιμασμένα.
Αλλά ούτε τον τρόμο των Περσών θα μπορούσε κάποιος να αμφισβητήσει ότι υπήρξε. Γιατί ποιος από τους βαρβάρους μπορούσε να συλλάβει αυτό που έγινε; Ποιος μπορούσε να περιμένει ότι πεντακόσιοι μόλις άνθρωποι θα τολμούσαν να επιτεθούν σε ένα εκατομμύριο άντρες; Γι’ αυτό, ποιος από τους μεταγενέστερους δε θα ζήλευε την αρετή εκείνων των ανδρών που, νικημένοι από το μέγεθος της περίστασης, υποτάχτηκαν μεν σωματικά αλλά οι ψυχές τους δεν ηττήθηκαν; Κατά συνέπεια, μόνο αυτοί από όσους μνημονεύονται έχουν γίνει, ενώ ηττήθηκαν, ενδοξότεροι από άλλους που κέρδισαν τις ωραιότερες νίκες. Γιατί τους γενναίους άντρες δεν πρέπει να τους κρίνουμε από το αποτέλεσμα αλλά από την πρόθεση, εφόσον στη μια περίπτωση κυριαρχεί η τύχη, ενώ στην άλλη εκείνο που δοκιμάζεται είναι η πρόθεση. Γιατί ποιος θα έκρινε καλύτερους άλλους άνδρες από εκείνους που, αν και δεν ήταν ίσοι ούτε με το ένα χιλιοστό μέρος των αντιπάλων, τόλμησαν να παρατάξουν τη δική τους ανδρεία ενάντια σε απίστευτα πλήθη; Δεν ήλπιζαν να επικρατήσουν τόσων πολλών μυριάδων, αλλά θεώρησαν ότι έπρεπε να ξεπεράσουν σε ανδραγαθία όλους τους προγενέστερους αυτών, και έκριναν ότι η μάχη που είχαν να δώσουν ήταν προς τους βαρβάρους, αλλά ο αγώνας και το βραβείο της γενναιότητας ήταν προς όλους όσους θα θαυμάζονταν για την ανδρεία τους. Γιατί μόνο αυτοί από όλους όσους μνημονεύονται από την αυγή του χρόνου, επέλεξαν να διαφυλάξουν τους νόμους της χώρας του μάλλον παρά τις ίδιες τους τις ζωές, χωρίς να δυσφορούν για το γεγονός ότι απειλούνταν από τους μέγιστους των κινδύνων, αλλά κρίνοντας ότι το πιο επιθυμητό για εκείνους που ασκούν την αρετή είναι να δίνουν τέτοιους αγώνες. Δίκαια θα θεωρούσε κανείς ότι τούτοι ήταν περισσότερο υπεύθυνοι για την κοινή ελευθερία των Ελλήνων, απ’ ότι εκείνοι που νίκησαν αργότερα στις μάχες εναντίον του Ξέρξη, γιατί ενθυμούμενοι τούτες τις πράξεις οι βάρβαροι κατατρόμαζαν, ενώ οι Έλληνες παρακινούνταν προς όμοια ανδραγαθία. Γενικά, μόνο αυτοί οι άντρες, από όσους υπήρξαν πριν από αυτούς, πέρασαν στην αθανασία λόγω της εξαιρετικής τους ανδρείας. Γι’ αυτό, όχι μόνο οι ιστορικοί συγγραφείς αλλά και πολλοί από τους ποιητές ύμνησαν τις ανδραγαθίες τους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Σιμωνίδης, ο λυρικός ποιητής, που συνέθεσε ένα εγκώμιο, αντάξιο της αρετής τους, στο οποίο λέει:
Για κείνους που πέθαναν στις Θερμοπύλες,
ένδοξη η τύχη, ωραίος ο θάνατος,
βωμός ο τάφος, μνήμη παντοτινή αντί για θρήνος,
κι η μοίρα τους αντικείμενο εγκωμίων.
Σάβανο σαν κι αυτό μήτε η σαπίλα
μήτε ο χρόνος ο πανδαμάτορας θα αμαυρώσει
των γενναίων ανδρών.
Και το μνήμα την καλή φήμη της Ελλάδας διάλεξε για ένοικό του.
Μάρτυρας είναι ο Λεωνίδας, ο βασιλιάς της Σπάρτης,
που μέγα στολίδι άφησε πίσω του την αρετή και δόξα αιώνια.