Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιάννη Ψυχάρη «Το Ταξίδι μου»:
Κανένα απ’ όσα λέω στο βιβλίο μου δε συνέβηκε αλήθεια. Αλήθεια είναι μόνο το μίσος που έχει κάθε Ρωμιός για τον Τούρκο κ’ η αγάπη που έχει για την πατρίδα του και για τη γλώσσα που του μίλησε η μάννα του παιδί. Ποτές στη ζωή μου δεν έδωσα μεγάλη προσοχή στάτομα, ο άνθρωπος μοναχά, η ιδέα κι ο νους έχουνε κάποια αξία στον κόσμο. Τα γενικά ζητήματα είναι τα μόνα σπουδαία ζητήματα. Για τούτο, όπου γράφω το εγώ, είναι τύπος ρητορικός. Εγώ τίποτα δεν είμαι, η εθνική ψυχή κάτι σημαίνει. Προσπάθησα να διώ που και που τι έχει μέσα της αφτή η ψυχή, και μιλώντας για μένα, συλλογιούμαι τους άλλους. Το βιβλίο μου είναι παραμύθι, όχι ταξίδι.
[…] Ότι κι αν είπα, ότι κι αν έγραψα, όσα παραμύθια κι αν αράδιασα, τώρα που σας μιλούσα για δάκρια, βάσανα, πίκρες και νυχτερινούς περιπάτους, όλα, όλα τα παίρνω πίσω, κάλλια χίλιες νυχτιές σαν και κείνηνε που πέρασα στο Παρίσι, παρά την πρώτη νύχτα που πλάγιασα στην Πόλη! …Χωρίς να μου το ξηγήση ο γιατρός, έννοιωσα μέσα μου τι γινότανε, άμα πάτησα της πατρίδας το χώμα, άμα είδανε τα μάτια μου Τουρκιά. Καθόντανε οι μιναρέδες στην ψυχή μου, αδύνατο να τους χωνέψω. Οι μιναρέδες είναι που όλη τη νύχτα μου πλακώνανε το στομάχι. Ανάθεμάν της εκείνη την κόκκινη σημαία με το μισοφέγγερο στη μέση, που ίσια ίσια αντίκρυ στα παράθυρα της κάμερής μου είτανε ανεβασμένη αψηλά απάνω στον Κουλά. Μου έτρωγε το συκώτι, το αίμα μου ρουφούσε. Αχ! Τα καταραμένα τα φέσια! Μου σκάνανε τη χολή. Παλάτια, τζαμιά, τουρμπέδες, τίποτις να μη διώ! Το αίμα μου βράζει, τετρακόσιω χρόνω μίσος μου πνίγει την καρδιά! Δώστε μου, φέρτε μου ότι κι αν είναι, ότι κι αν τύχη, κάτι πρέπει να σπάσω. Δε θέλω, δε μπορώ Τούρκο να διώ, δε θέλω Τούρκο να μυρίσω, δε θέλω να ξέρω πως είναι Τούρκοι στον κόσμο, Τούρκο δε θέλων ν’ ακούσω…
Ο ΜΑΧΜΟΥΤΗΣ
Ο Σουλτά Μαχμούτης πολύ κέφι δεν είχε. Πιώτερο έμοιαζε Μαχμούρης παρα Μαχμούτης. Αγριοκοίταζε και με θυμό είχε τα μάτια του απάνω μου στυλωμένα. Άρχισε τότες και μου έβγαλε λόγο – ένα λόγο που βάσταξε κάμποση ώρα, γιατί είχε φαίνεται πολλά να μου πη ο σουλτά Μαχμούτης. Ο βάρβαρος είναι μωρόλογος και δεν έμαθε να συμμαζέβη μήτε να συγκεντρώνη το νου του. Έλεγα μεσα μου και γω – «Άμα πιάση ο Τούρκος τις κουβέντες, θα πη πως δεν θα παίξη το σπαθί. Ας δούμε τι μας θέλει και βλέπουμε.»
Σοβαρά, αραδιαστά και μάλιστα με κάποια βαρύτητα, μιλούσε ο σουλτά Μαχμούτης. Μα όσο κι αν ήθελε να το κρύψη, έτρεμε η φωνή του κι ο θυμός του άναφτε και μεγάλωνε με κάθε λέξη που έβγαζε από το στόμα του.
«Καιρός είναι να τα πούμε. Αφότου μας ήρθες στην Πόλη, σε γυρέβω να σου μιλήσω. Δε μου λες; Τι τρόπος είναι ο δικός σου; Τι φερσίματα είναι τούτα; Τον μπελά μου βρήκα μαζί σου. Που τάμαθες αφτά που μας βγάζεις κάθε ώρα στη μέση; Παραπονιέσαι που δεν κοιμάσαι. Περπατείς στους δρόμους και φωνάζεις πως το αίμα σου βράζει. Μπαρούτι πνες και φωτιά… Μπαρούτι; Πρόσεξε καμιά μέρα να μη σε τινάξω γω στον αέρα… Λεφτεριά λες όλο πως θέλεις και πως δε μας θέλει ςεμάς ! Από την Εβρώπη μας τις έφερες αφτές σου τις ιδέες; Τι μιλείς για σκλαβιά; Σιχτίρ, σιχτίρ, γκιαούρ ! Μήπως ξέχασες, τσελεμπάκι μου, πως είσαι ραγιάς, πως είσαι σκυλί και τίποτις άλλο; Μήπως δεν το ξέρεις πως όλοι σας μαζί, όλη η γραικολογιά που σήμερα σηκώνει αψηλά τη μύτη, δεν είσαστε μια φορά κ’ έναν καιρό παρά σκυλιά που μας γλύφανε τα πόδια; Κάτι με κοιτάζεις; Ο αφέντης σου είμαι γω, η τρομάρα σου και το βάσανό σου. Τι κάθεσαι ήσυχα, τι χουζουρέβεις και δε σηκώνεσαι, που σου μιλεί ο βασιλιάς της Ανατολής, ο αφτοκράτορας της Πόλης;
Για διές καλήτερα τους «ομογενείς», τι αγάπη που μου έχουνε τώρα! Πάρε παράδειγμα και συ. Όλο με κολακέβουνε και με καλοπιάνουνε. Ο μεγαλήτερός τους φίλος έγινα σήμερα. Κάμε και συ σαν και κείνους. Φτάνουνε τα μπόσικα λόγια. Τίποτις απ’ αφτά δε βγαίνει. Έλα μαζί μου. Δε βλέπεις πως ξεχάσανε το παλιό μίσος και την πρώτη σκλαβιά κι όλα τα δάκρια; Γιατί τάχα δεν έρχεσαι σε μένα; Μήπως εσύ θυμασαι και δε συχωρνάς; Τι; Δεν το ξέχασες άραγες ακόμη πως οι δικοί σου δεν μπορούσανε πρώτα στο δρόμο να βγούνε, α δεν τους έδινα την άδεια, πως οι μαννάδες σας έπρεπε σα χανούμισσες να σκεπάζουνε το πρόσωπό τους, πως μια εκκλησιά δεν είχατε να πάτε, πως τους πλούσιους τους έσφαζα σαν τα πρόβατα, και πως τις χριστιανές σαν πατσαβούρες τις πατούσα; Μήπως έχεις υποψία πως αν μπορούσα, θα ξανάκανα πάλε τα ίδια; Δεν κατάλαβες πως κανείς πια δεν τα θυμάται τα τέτοια; Σκλάβοι, σκλάβοι γεννηθήκατε στην Πόλη και θα πεθάνετε σκλάβοι!
Να σου πω το κάτω κάτω, δε με μέλει πολύ για τα λόγια σου. Ρίξε πέτρα στην θάλασσα, και πες μου αν μπορεί σαν μετρήσης τι βάθος έχει. Έτσι και μαζί μου. Ποτέ σου δε θα καταλάβης, κι αν πέτρες χιλιάδες ρίξης μέσα, ως που πάει το μίσος μου για σένα. Όχι! Δεν το λέω σωστά. Που να σε μισήσω; Μήτε σε ψηφώ. Φαφλατάς και συ σαν τους άλλους. Βέρος Ρωμιός. Με τις φωνές και με τις ρητορικές δε θα κάμης δουλειά. Αφτά ξέρετε σήμερα, μα τα λόγια δε φελούνε. Έτσι δε μας πιάνεις. Το λιοντάρι πολεμάς να φοβερίσης;
Εμείς άλλα θέλουμε. Οι γονιοί σας ξέρανε την τέχνη. Ας είσουνε και συ σαν το Μισέ Γιάννη! Να άθρωπος! Λόγια πολλά δεν συνήθιζε, ωςτόσο φτάνει να ζητούσε κατιτίς, κι αμέσως του τόκανα. Τονέ λέγανε το μάτι της Χιός και το στόμα του βασιλιά. Μη σε μέλη! Όλοι οι Ρωμιοί δε φιλούσανε πόδι. Μια μέρα πήγε στου βεζίρι μου, θύμωσε για ένα λόγο που του είπε ο βεζίρης, και του πέταξε το φέσι του στο πρόσωπο. Τέτοιοι είτανε κάποτες οι ραγιάδες, οι παλιοί. Μου άρεζε πολύ εκείνος ο άθρωπος. Του έδωσα τη Χιό, να την έχη, τόντις την είχε, γιατί δεν άφινε, Τούρκος να πατήση στην Χιό, αν πρώτα δε του ζητούσε άδεια. «Γιατί μας σφάξατε και μας γδείρατε, έλεγε, γίνεται τάχα πάντα να μας σφάζετε και να μας γδέρνετε;» Τι να του πης ενός αθρώπου, σα σου μιλεί σωστά; Για όσο βάρβαρους κι α μας έχεις, φτάνει να φερθής με κρίση και με τρόπο, νοιώθουμε και μείς από δικιοσύνη. Κάπου κάπου μου έφερνε πορτοκάλια, μαστίχα, λεμόνια σ’ ολόχρυσα πανέρια, ήξερε να μου πη κ’ ένα καλό λόγο ζαχαρένιο, να με κολακέψη – «Να σου αφέντη μου, κ’ ένα λουλούδι του μπαξέ σου». Ωςτόσο τον μπαξέ, εκείνος τον είχε. Πιώτερο καλό σας κάμανε οι τέτοιοι παρά οι σημερνοί σας διπλωμάτες. Όλο φρόντιζε για τους δικούς του κι όμως πάντα στάθηκε φίλος πιστός και μ’ αγαπούσε. Τον ερίφη ! Πόσο τον αγαπούσα και γω! Όταν πέθανα, μόνος εκείνος ήρθε στο λειψανό μου. Ακόμη δε το ξεχνώ. Όλοι τον είχανε πατέρα και προστάτη κι όταν έφτασε η ώρα του και κείνου, μείνανε οι Ρωμιοί ωρφανεμένοι, σαν πρόβατα δίχως τσοπάνη.
Εσύ για μένα τι έκαμες; Μου ζήτησες ποτέ σου τίποτα; Μου γύρεψες τη Χιό; Ήρθες στο λείψανό μου; Πως τολμάς τώρα και βγαίνεις στον τόπο μου μέσα, να με βρίζης; Σιχτίρ, σιχτίρ, γκιαούρ! Πρόσεχε καλά. Ο Τούρκος είναι ήσυχος και δε σε πειράζει, όσο δεν του δίνεις αφορμή. Μα φτάνει να τον πειράξης, και τότες φαίνεται τι είναι και τι τον έκαμε η φύση, άσπλαχνο θεριό. Μην νομίζης πως για το χατίρι σου θαλλάξω. Σιχτίρ, σιχτίρ, γκιαούρ! Πήγαινε στις επαρχίες να διής αν μπορεί να κουνήση ο ραγιάς. Εκεί θα μάθης με τι σιδερένιο χέρι σας βαστώ. Εδώ είμαι αναγκασμένος να φέρνουμε διαφορετικά, στην Πόλη φοβούμαι, γιατί με βλέπει η Εβρώπη. Μα μην πάρης θάρρος. Και δω μπορώ καμιά ώρα ναγριέψω. Ο Τούρκος είναι πάντοτες Τούρκος. Σου το λέω, να το ξέρης. Έλα, όσο είναι καιρός, να γίνης δικός μου, έλα να σου δώσω καμιά δουλειά στο παλάτι. Μπαίνεις υπάλληλος κ΄έπειτα κάθεσαι και μιλείς ήσυχα και σοφά για τις εβγένειες της γλώσσας, για τον Ξενοφώντα, σκορπίζεις δοτικές, κόφτεις όσα λόγια κόφτει η γλώσσα σου για την αναγέννηση της Ελλάδας,κ ι όλος ο κόσμος απορεί με τη ρητορική σου. Δε θέλεις; Τότες βλέπεις ποιος είμαι. Μη νομίσης πως προσμένω να πολιορκήσουνε την Πόλη ή να την πάρουνε, για να σας σφάξω όλους σας στα σοκάκια. Μη θαρρής πως για να ξανακάμουμε κανένα γιουρούσι, πρέπει πρώτα νανάψη μέσα μας ο φανατισμός. Και τώρα σας ξεπαστρέβω. Ας ορίσουνε κατόπι οι Δυνάμες. Σιχτίρ, σιχτίρ, γκιαούρ! Ο Μαχμούτης είμαι γω. Δεν τους βλέπεις όλους αφτούς που κοίτουνται γύρο γύρο στα μνήματά τους; Ένα λόγο φτάνει να πω, κι όλοι τους σηκώνουνται με μιας, όλοι τους αρπάζουνε το σπαθί, γιατί άλλο τίποτα δεν είστε για μας παρά ραγιάδες, σκυλιά και με μια κλωτσιά στο Σαράϊ Μπουρνού σας πετούμε.»
Τέτοια μου έλεγε ο Μαχμούτης, τρίζανε τα δόντια του, βροντούσε η φωνή του, κι όσο μιλούσε σαλέβανε σαλέβανε τα σαρίκια, άνοιγε το χώμα κ’ ένας ένας οι Τούρκοι βγαίνανε από τον τάφο τους και τριγυρίζανε τον καλίφη τους.
Τον κοίταξα καλά καλά μέσα στα κάτασπρά του μάτια, και πολλά λόγια δεν του είπα:
– «Τη Χιό δε σου τη ζήτησα, δε σου τη ζητώ, δε θα σου τη ζητήσω ποτές. Από σένα δεν την προσμένω. Μάθε το, Μαχμούτη, γιατί φαίνεται πως δεν το ξέρεις. Ο κόσμος είναι δικός μου. Μη ρωτάς τόνομά μου, μη γυρέβης να σου πω α με λένε Πέτρο, Γιάννη ή Θανάση. Τονομά μου; Θέλεις να σου το χτυπήσω στη μούρη και να στράψη στο μάγουλό σου σαν μπατσιά; Λεφτεριά, Λεφτεριά με λένε. Δεν είμαι ένας, είμαι Λαός. Δεν είμαι άθρωπος, είμαι ιδέα. Δεν είμαι Ρωμιός, είμαι Εβρώπη. Κόσμος είμαι. Να το ξέρης, η Λεφτεριά σουλτάνους δε φοβάται. Ό, τι πη θα γίνη, όπου περάση, θα χαθής. Από παντού σα σκύλο θα σε διώξη. Μια πήχη γις σ’ όλη την οικουμένη δε θα βρης να μπήξεις ένα παλούκι, για να βγη η ψυχή σου. Μεγαλήτερο από το δικό σου είναι το βασίλειο το δικό μου, είναι απέραντο σαν τον κόσμο κ’ οι πολίτες του αρίφνητοι σαν ταστέρια. Τη δύναμή μου, μήτε στόνειρό σου δεν την είδες, γιατί ως τώρα δε φοβήθηκα βασιλιάδες, με φοβηθήκανε κείνοι κι απορώ με την τόλμη σου και με το θυμό σου, ποιος είσαι συ και μου μιλάς με τόσο θάρρος; Από το δρόμο μου να φύγης! Δεν το βλέπεις, σουλτά Μαχμούτη πως είσαι σκιά, σκιά και τίποτις άλλο; Φτάνει να το θέλω, και σα σκόνη, σαν κουρέλλι, σα σκουπίδι, μ’ ένα χτύπημα του χεριού μου, σε ξεπαστρέβω.»
Σηκώθηκα τότες, ήσυχος και φοβερός. Φύσηξα κι άρχισε ο Μαχμούτης να τρέμη σαν το ψάρι. Του κάκου προσπαθούσε, του κάκου πολεμούσανε οι δικοί του να με σπρώξουνε, ο ένας με το σπαθί, ο άλλος με το κοντάρι. Έπρεπε, έπρεπε όλοι τους να φύγουνε από μπρός μου, έτσι είτανε στον ουρανό γραμμένο. Δε χωράτεβα πια. Από κοντά κοντά τους έπαιρνα τους Τούρκους, κι όσο εγώ προχωρούσα, τόσο τραβιόντανε πίσω οι καταραμένοι.