Η καταστροφή των Ψαρών (κατά μίμησιν Τυρταίου, 1824)
Είν’ ωραίο μες τους πολέμους
νάχεις χέρα δυνατή
στες φωτιές και στην καπνούρα
να σου χαίρεται η ψυχή.
Δεξιά, ζερβιά σου το βόλι
θυμωμένο να φυσά
και συ τόσο να μανίζεις
εις την ‘ματοχειλισιά.
Να πατείς θανατωμένους
στο στομάχι τους εχθρούς
και ν’ αφήνεις σαπημένα
τα κορμιά τους στους αγρούς.
Την πατρίδα σου δοξάζεις,
έχεις άσβηστη ζωή
και στα τέκνα, εις τα κορίτσια
μένει απείραχτη η τιμή.
Ούτ’ εχθρός θα ‘ξολοθρεύσει
του σπιτιού σου την γωνιά
και τους τάφους των γονιών σου
δεν θα σκάψ’ η αραπιά.
Εις την μάνητα της μάχης
τ’ άλογα τα αραβικά
εις τα χέρια μας θα ‘λθουνε
απ’ τα χέρια τα εχθρικά.
Και με τ’ άτια πιλαλώντας
έπειτα στες γειτονιές
νικητάδες θα μας ψάλλουν
των ποιητάδων οι φωνές.
Διά μια τέτοια ανδρειοσύνη
του Φιλίππου το παιδί
χαίρεται με τους μακάριους
μακαριώτατη ζωή.
Πότ’ εις τ’ άστρα λημεριάζει,
πότε γέρνει εδώ στη γη
πεθυμώντας να ξανοίξει
του πολέμου αναλαμπή.
Αλλ’ αν θέλω εγώ να ψάλλω
ψάλσιμο ηρωικό
τους ανδρείους να μη γυρεύω
στον καιρό τον παλαιό.
Μικροί τώρα και μεγάλοι
μελετούνε τα Ψαρά,
που αφάνισαν χιλιάδες
στην φρικτήν ακρογιαλιά.
Καιρός ήτον καλοκαίρι,
τα λιβάδια μυριστά
στα κλωνάρια ωριμασμένα
και τ’ αφράτα οπωρικά.
Η γλυκόφεγγη αρχινούσε
της αυγής φεγγοβολή
όταν τα εχθρικά τα πλοία
ξάνοιξαν οι Ψαριανοί.
Αναρίθμητα κινούνται
εις τον έρημο γιαλό
απ΄τους ανέμους φερμένα
κι απ’ το κύμα το αλμυρό.
Πότε κίτρινοι χλωμιάζουν
του πολέμου εις τον χορό
πότε γίνονται ωσάν φλόγα
που αφανίζει ένα χωριό.
Αλλ’ η μάχη ως περισσεύει
αρχινούν οι Ψαριανοί
να πλακώνονται απ’ το πλήθος
στην δακρύχαρη σφαγή.
Τότε ένας από εκείνους
τους γενναίους Ψαριανούς
χύνει μέσα στην μπαρούτη
δύο σπινθόβολους δαυλούς.
Λάμψη παίρνει όλο το κάστρο
κι απ΄τις ρίζες τες βαθειές
εις τα νέφελα πετιέται
με γλωσσότρεχες φωτιές.