Αχ, να γυρίζαν οι καιροί που πέρασαν και πάλι,
και την Ελλάδα νάβλεπα με τ’ άγια της κάλλη,
βουνίσια, απολίτευτη, αγνή Σουλιωτοπούλα…
Πόσον ωραία ήτανε στα χρόνια της τα δούλα !
Δε βλασφημώ. Και σεις κ’ εγώ κι’ όλος κόσμος ξέρει,
πως τότε κράτος ήτανε το κάθε της λημέρι.
Πως με ταις αλυσίδαις της καλλίτερα χτυπούσε.
Και του Σουλτάνου τα χαρτιά με βόλια τα γυρνούσε.
Πατούσε, σήκονε βοριά, εβρόντ’ αστροπελέκι,
σαν εχυμούσε κ’ έσφιγγε στη φούχτα το τουφέκι,
ακι η ματιά της άστραφτε ωσάν Λαμπρής λαμπάδα.
Ναι, τέτοια, τέτοια ήθελα και πάλι την Ελλάδα !
Σκλάβα μ’ ελεύθερο σπαθί, μ’ ακοίμητο μηλιόνι,
Ελλάδα του Πετρόμπεη και του Κολοκοτρώνη.
Τι κρίμα που διαβήκανε κείν’ οι καιροί, τι κρίμα
Αν η πατρίς ελεύθερο δεν είχε τότε Βήμα
Βήμα της είχε τα βουνά, τον Όλυμπο, την Όσσα
Ρητόρευε με το σπαθί και όχι με την γλώσσα !
Ναι, τότε φιλελεύθερα δε διάβαζε βιβλία,
Γιατί της έλεγ’ η σκλαβιά τι είν’ ελευθερία.
Ένα βιβλίο μοναχά δεν άφιν’ απ’ το χέρι
οπόταν ξεκουράζουνταν στο έρημο λημέρι
Το άγιο Ευαγγέλιο κ’ εδιάβαζε με πόνο
Τα Πάθη, την Ανάστασι, αυτά τα δύω μόνο !
Συχνά τη βλέπαν τ’ άγρια παιδιά της να μαζεύη
Τους κλέφταις, τους αρματωλούς, και να τους δασκαλεύη
Στη θεία πίστι του Χριστού….κι ακούγαν στηριγμένα
στο καρυοφύλλι τα παιδιά με μάτια βουρκωμένα.
Με το τουφέκι κράτησε εκείνη τη Θρησκεία,
που σήμερα περιγελά νεκρή φιλοσοφία !
Α, τότε πίστευαν, γι’ αυτό, γι’ αυτό και μόνο, φίλοι,
Έκαμε τόσα θαύματα το μαύρο καρυοφύλλι
Γι’ αυτό στου Φώτου το σπαθί οι Αρβανίταις όλοι
εκάναν όρκο, και γι’ αυτό στα Γιάνναινα το βόλι
του Κατσαντώνη έπεφτε…. Γι’ αυτό, Βλαχάβα, μόνο
επάσχισες βυζαντινό ν’ αναστηλώσης θρόνο,
και σαν πορφύρα γένηκαν, γι’ αυτό, στο αίμα μέσα
τα ράσα τα κατάμαυρα του Διάκου και του Φλέσσα !
Aπόσπασμα από το ποίημα «Οι νεκροί του Φαλήρου»