Πῶς ἔγινε κι ἀφήσαμε νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τό ἦθος αὐτῶν ποῦ μᾶς ἀνάστησαν; Πῶς μπορέσαμε καί νομίσαμε πρόοδο τήν ἀπομάκρυνσή μας;
Δέν ξεπέσαμε, δέν εἴμαστε κακοί κι ἀνάξιοι – εἶναι πολλά τά σπουδαῖα πού γίνονται καί σήμερα, ἀπό ἀνθρώπους καθημερινούς. Οἱ περισσότεροι ἀπό σᾶς κρύβουν στιγμές σπουδαῖες, κρύβουν ὧρες πού ζυγίζουν βαρειά στόν ζυγό τῆς θείας δικαιοσύνης. Περισσότερο ἀπό τούς πολιτικούς, τό γνωρίζει αὐτό ὁ παπάς, ὁ γλυκύς ἐξομολόγος τοῦ ταπεινοῦ ἀνθρώπου. Μή βλασφημοῦμε τό γένος μᾶς λέγοντας ὅτι πάει, χάθηκε. Δέν χάθηκε τίποτε: ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς μποροῦμε νά βεβαιώσουμε ὅτι ὁ Ἕλληνας ζεῖ, τό Γένος μᾶς ἔχει ἀκόμη τώρα νά φανερώσει ψυχές-θησαυρούς, ἀνθρώπους ἄξιους καί σεμνούς.
Αὐτό πού πράγματι ἔχει συμβεῖ, καί μάλιστα σέ μεγάλο βαθμό, εἶναι ὅτι καταστράφηκε τό σχολεῖο τῆς συνείδησης, ἡ οἰκογένεια. Μεγαλώνοντας μέσα στήν ἀγκαλιά της, μάθαινε ὁ Ἕλληνας νά δοξάζει τόν Θεό, νά στηρίζεται ὄχι στό ἄτομό του ἀλλά στή θεία δύναμη. Μέσα στή θαλπωρή τῆς οἰκογένειας μαθαίνουμε ἐπί αἰῶνες τήν ἀγάπη γιά τή γῆ πού μεγαλώσαμε παιδιά, ἐκεῖ διδασκόμαστε νά τιμοῦμε τούς προγόνους, ἐκεῖ βιώνουμε καθημερινά τήν φροντίδα καί τήν ἀγάπη τοῦ πατέρα καί τῆς μάνας μας.
Πῶς μπορεῖ νά ὑπάρξει πίστη στή δύναμη τοῦ Θεοῦ, πῶς νά ὑπάρξει πόνος πατρίδος, ὅταν ἡ οἰκογένεια εἶναι διαλυμένη, ὅταν δέν ὑπάρχει πιά τό τραπέζι ποῦ συγκεντρωνόμαστε νά φᾶμε ὅ,τι φέρνει ὁ μόχθος τῶν γονιῶν μας, εὐχαριστώντας τόν Θεό; Ἐκεῖ, στό τραπέζι καί γύρω ἀπό αὐτό, μαθαίνουμε, αἰῶνες τώρα, ποιοί εἶναι οἱ ξένοι καί ποιοί οἱ δικοί μας, μαθαίνουμε νά ζοῦμε μαζί συμμεριζόμενοι τίς πίκρες καί τίς ἀγωνίες, τίς ἐλπίδες καί τίς χαρές μας. Ἀπό κεῖ φεύγαμε καί πηγαίναμε στό κρεββάτι μας, ἕνα κρεββάτι ὄχι σπουδαῖο, ἀλλά στρωμένο ἀπό τά χέρια τῆς μάνας μας.
Σᾶς φαίνονται αὐτά μία ἀδικαιολόγητη νοσταλγία; Δέν εἶναι νοσταλγία, εἶναι προειδοποίηση. Δέν εἶναι εὐχή νά γυρίσουμε στό παρελθόν, εἶναι πρόβλεψη γιά νά γνωρίζετε πού θά παιχτεῖ τό μέλλον μας.
Ὅσο δέν ἀντιστεκόμαστε στίς μόδες καί τίς παράλογες ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν πού θέλουν τή διάλυση τῆς οἰκογένειας, τόσο τά παιδιά μας θά βγαίνουν ξένα πρός τούς ἴδιους τους γονεῖς τους, ἀδιάφορα γιά τίς ρίζες τους, ἀδύναμα νά παλαίψουν στή ζωή, ἀνίσχυρα στά χέρια τῶν δυνάμεων πού τά μετατρέπουν σέ σκύβαλα.
Τή δύναμη τῶν προγόνων μας, τό ἀνυπέρβλητο ἦθος τους, δέν τόδιναν οἱ φουστανέλες καί τά τσαπράζια. Τό ΄δίνε ἡ οἰκογένεια. Αὐτή πού σήμερα πάει νά διαλυθεῖ, μία καί κάθε γονιός θέλει νάχει τή δική του ζωή, καί κάθε παιδί τό διδάσκουν νά κρατάει τούς γονεῖς τοῦ μακριά ἀπό «τίς ὑποθέσεις του», τό διδάσκουν τήν ἀπομόνωση, τή μοναξιά.
Βλέπουμε μέ φρίκη τό κάθε παιδί, ὅσο μικρό καί νάναι, νά τρώει μόνο τοῦ ὅ,τι θέλει, ὅποια ὥρα θέλει, μέσα ἤ ἔξω ἀπό τό σπίτι. Βλέπουμε νά τό μαθαίνουν νά μή λέει μητέρα ἤ πατέρα, παρά νά μιλάει στούς γονεῖς του μέ τά μικρά ὀνόματά τους, καί κάποτε μέ παρατσούκλια. Τό βλέπουμε νά μεγαλώνει μέ παρέα τήν τηλεόραση, νά ἀποκτᾶ συνήθειες καί ἀρχές πού ρίχνει στό μυαλό του ἡ διαφήμιση, κι ὄχι ἡ ζωή στό σπίτι. Καί μόλις μεγαλώσει, τό βλέπουμε νά ἀναζητᾶ τά στηρίγματά του στό δρόμο, κι ὄχι στή φαμίλια του.
Παρακαλῶ νά καταλάβουμε ὅτι αὐτή ἡ ἀνεπίτρεπτη ἀτμόσφαιρα, αὐτή ἡ ἀρρώστεια, μᾶς ὑποχρεώνει νά βλέπουμε τό ΄21 σάν μίαν ἀντάρα, χωρίς νόημα γιά μᾶς σήμερα. Αὐτή μας ἀναγκάζει νά βλέπουμε τόν πατριωτισμό σάν μούχλα. Αὐτή μας ἀφαιρεῖ τήν ἱκανότητα νά ρουφᾶμε ζωογόνο νερό ἀπό τίς ρίζες μας καί νά τίς βλέπουμε σάν ἄχρηστες φωτογραφίες σέ παλιό σεντούκι.
Εἶναι δικό μας καθῆκον ν’ ἀντισταθοῦμε στήν διάλυση τῆς οἰκογένειας, εἶναι δική μας εὐθύνη νά κρατήσουμε καθαρή τήν ἀτμόσφαιρά της, νά διασώσουμε τό σπιτικό – αὐτό τό ἄδικα ὑποτιμημένο λίκνο τῆς ἀνθρωπιᾶς μας, τῆς ψυχῆς τοῦ Γένους μας.
4/8/2001
Ὁμιλία στά Καλάβρυτα