Μακεδονία
(Επί του Αγίου Όρους 5 Ιουνίου 1854)
Ο εγκλείων εις εν στήθος και τον δόλον και το θράσος
Πρόξενος Θεσσαλονίκης, λειτουργός του Βοναπάρτου
Ήλθε μέχρι του αντάρτου
Άθωνος, όπου ενίκα ο γενναίος Καρατάσος.
Έζωσε τους Μακεδόνας διά Τουρκικών φαλάγγων
Άρτου, πολεμοφοδίων και παντός εστερημένους,
Και οι αθληταί του Γένους
Έπλευσαν προς τας Αθήνας εις πυρόσκαφα των Φράγκων.
Δύο μέχρι του Πλουτάρχου δειφύλαξεν ο χρόνος
Δύο έδρας μαρμαρίνας εις όχθας του Στρυμόνος.
Επεκάθησαν εις ταύτας, λαξευτάς εκ της Πεντέλης
Ο Αλέξανδρος ακούων, λέγων ο Αριστοτέλης…
Ποίοι άνδρες !… Ο εις τούτων έθεσε το τελευταίον
όριον της διανοίας,
και ο έτερος τα φώτα και τους νόμους των αρχαίων
Έφερεν εις τας εσχάτας χώρας της χρυσής Ασίας.
Η Μεσόγειος τον παίδα Γίγαντα εστενοχώρει
Ανεπήδησεν εμπήγων εις Περσέπολιν το δόρυ,
Και το κράτος αυτού του μέχρις Ισημερινού εκτείνων
Μόνον εύρεν οριόν του τον ωκεανόν εκείνον,
Όστις τον ευρύν Ευφράτην δέχεται ως μικράν βρύσιν,
Όστις βαθυρρείτης βρέχει
Την Αμερικήν προς έω, την Αυστραλικήν προς δύσιν,
Και ως δύο θυγατέρας εις τους κόλπους του τας έχει.
Ότε εις την γην ουδέν τι αξιόν του εθεάθη,
Έρριψε την μάχαιραν του εις αυτού τα μαύρα βάθη
Και εις τον αιθέρα αίφνης ανελήφθη, μη αφήσας
Δόξας εις τον κόσμον άλλας προς την δόξαν αυτού ίσας.
Έπραξεν εις έτη δέκα ότι πάντες οι Ρωμαίοι
εις αιώνας δέκα μόλις
Και η λάρναξ του τας κόνεις περικλείει και συγχέει
Καίσαρος και Πομπηίου και της Ρώμης όλης.
Υπέρ μίαν εικοσάδα εκατονταετηρίδων
Οι του Τροπικού αστέρες την σκιάν του μόνην είδον
Εις τα ινδικά πελάγη της εσπέρας πλανωμένην.
Αλλ’ αφού εις την Αγίαν εμαρτύρησεν Ελένην
Ο κληθείς υπό κομήτου εις του βίου του το τέλος
και αφείς από τα χείλη
Δι’ εσχάτην πνοήν ένα στρόβιλον ως ο Κρομβέλλος
Μετά της σκιάς του Γάλλου ή του Έλληνος ωμίλει.
Και του ρανικού τας μάχας, της Ισσού και των Αρβήλων
ο Αλέξανδρος ιστόρει προς τον νέον αυτού φίλον
Και ο Ναπολέων πάλιν νίκας διαθρυλουμένας
Διηγείτο του Μαρέγκου, της Βαγράμης, της Ιέννας…
Ο είς άφησε γης μέρος, όσον ήρπασεν ο άλλος
Εις τον κόσμον αυτοί μόνον
Κατ’ ανατολάς ο Έλλην και κατά δυσμάς ο Γάλλος
Φέγγουσιν ως φάροι δύο εις το σκότος των αιώνων…
Ο αστερισμός χθες όμως του σταυρού εφωτοβόλει
και η δόξα του Λαβάρου έλαμπεν εις τούτον όλη
Φωνή δε ηκούσθη αίφνης «Κατατρέχει μίσος πνέον
τους υιούς μου Μακεδόνας ο υιός σου Ναπολέων
Εις τους Τούρκους, τους βαρβάρους απογόνους του Δαρείου,
χείρα δίδει ανοσίαν….
΄Ύπαγε μακράν μου, έξω τούτου του ημισφαιρίου !….
Αποστρέφομαι τον δόλον και μισώ την προδοσίαν….
Πότε παύσεις τον μακρόν σου και τον δίκαιόν σου θρήνον,
Γένος δουλωθέν ηρώων, γένος δυστυχές Ελλήνων,
Έθνος δώσαν εις τα έθνη και τα φώτα και τους νόμους
και τους δαφνοσκίους πάντας διελθόν της δόξης δρόμους;
Εις τας Ινδικάς αβύσσους, όπου κείται κεκρυμμένη
Ποίος Έλλην ανευρήσει
Την μεγάλην μου ρομφαίαν, ήτις άνευ χειρός μένει
και Γαλάτας, Κελτούς, Τούρκους, ομού πάντας δρεπανίσει;
Ποίος Έλλην αναστήσει την ευρείαν μου εκείνην
Βασιλείαν, ήτις είχεν Αίγυπτον και Παλαιστίνην,
Ασσυρίαν και Φοινίκην, Αραβίαν και Περσίαν,
Μέχρις Αίμου την Ελλάδα, μέχρι Ταύρου την Ασίαν;
Μη διά την επελθούσαν συμφοράν καταπλαγήτε,
αλλ’ εν ώρα αιφνιδία
Έλληνες, ανεγερθέντες τους βαρβάρους πολεμείτε
Και λυτρούτε την πατρίδα και τα πατρικά μνημεία !»