Ίων Δραγούμης. Ο εθνικιστής, ο σοσιαλιστής, ο εθνικοσοσιαλιστής, ο αγωνιστής. Ο ένθεος, ο φιλόσοφος, ο λογοτέχνης, ο οραματιστής, ο Μεγαλοϊδεάτης, ο Έλλην. Μια πολύπλευρη προσωπικότητα. Μια κρυμμένη πλευρά του Ίωνος Δραγούμη ήταν κι ο σεβασμός του στα θεία, η εκτίμηση του για την Ορθοδοξία. Ο Άλέξης των μυθιστορημάτων του είναι ο ίδιος ο Ίων. Για τον Ίωνα πάντα ίσχυε «από κάθε θρησκείας ρίζες δυνατώτερες είναι οι ρίζες της φυλής». Όμως ποτέ δεν εναντιώθηκε στην θρησκεία. Το αντίθετο. Την στήριξε. Αξίζει να φέρουμε στο φως λοιπόν κι αυτή την πλευρά του Ίωνος:
«Οι Πελασγοί ήταν πολιτισμένοι, οι Έλληνες πολιτισμένοι, οι Μακεδόνες κι αυτοί πολιτισμένοι, κ’ οι Βυζαντινοί πολιτισμένοι. Τόσοι αιώνες πολιτισμός, μπήκε πια στο αίμα, στα νεύρα και στα κόκκαλα του Ελληνικού λαού. Ο σκελετός και τα νεύρα του Έλληνα κατάντησαν παλιά και πολιτισμένα. Μα, σαν τα παλιά τα κεραμίδια, είναι δοκιμασμένα κι αντιστέκονται. Και τούτο είναι σύγκαιρα κ’ η δύναμη κ’ η αδυναμία της φυλής». (Ο ευγενικώτερα πολιτισμένος λαός, 23 Δεκέμβρη 1907, Νουμάς)
«Τον Κωνσταντίνο, τον Ιουστινιανό, τους Ισαύρους, ή τον καιρό που άφιναν και γίνουνταν ερείπια ο τόπος αυτός της ζωής και της ταραχής; Αυτός ο καιρός είναι πιο σιμά μου. Όταν ξέπεφτε το κράτος και ο Ιππόδρομος, βασίλευαν οι Κομνηνοί και οι Παλαιολόγοι και ήταν οι ελληνικότεροι από τους βασιλιάδες. Πολεμούσαν, οι άτυχοι, πολεμούσαν να βαστάξουν κάτι, κοίταζαν να βρουν αλλού βοήθεια, και Φράγκοι να γίνουν ίσως για να σώσουν το κράτος θέλησαν, την αδυναμία τους την έβλεπαν, τη δύναμη την ένοιωθαν, και τίποτε δεν έκαναν. Σας αγαπώ, ω τελευταίοι βασιλιάδες, γιατί είστε Έλληνες και δυστυχισμένοι. Αν με είχαν μάθει καλλίτερα την ιστορία μου, τη βυζαντινή, εκείνοι που με μάθαιναν τα γράμματα, θα ήξερα να ξυπνώ περισσότερες ψυχές της περασμένης ζωής. Τώρα, σα λάβα πυρωμένη, χυμίζει από μέσα μου η αξεδιάλυτη, πλεγμένη ιστορία των Αυτοκρατόρων». (Στην Πόλη, 1904, Νουμάς)
«Τραγουδούσαν οι Ελληνίδες, οι βυζαντινές· ένοιωθα πως ήταν δροσερές και καλοκαμωμένες οι αδερφές μου αυτές. Και η κόρη εκείνη της Ιωνίας εδώ ανατράφηκε· είναι το μεγαλύτερο σχολείο των κοριτσιών του Γένους. Την είδα μια στιγμή ανάμεσα στον κόσμο, μαυροφόρα και χλωμή, σαν την Παναγία στον τάφο του Γιου της». (Στην Πόλη, 1904, Νουμάς)
«Πήγαινα κάθε μέρα στο Φανάρι και στην Πόλη την καθαυτό, κ’ εκεί έπαιρνα ό,τι εύρισκα δικό μου. Την Αγιά Σοφιά, με το Σταυρό που έκαμα την έκαμα δική μου, την πήρα πίσω τη Μεγάλη Εκκλησιά. Τις εκκλησιές, τις πέτρες και τους πύργους, τα φίλησα, τα τείχη τα αγάπησα μέσα στο λιοπύρι του μεσημεριού». (Στην Πόλη, 1904, Νουμάς)
«Τη βδομάδα των Παθών ζούσα τη ζωή του Ιησού Χριστού ακούοντάς την από το Ευαγγέλιο και νοιώθωντάς τηνα μεσ’ τα τροπάρια της Μεγάλης Παρασκευής. «Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις; το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι. Ανάνηψον ουν, ινα φείσηται σου Χριστός ο Θεός, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». (Το μονοπάτι)
«Την Πόλιν σου φύλαττε», την Πόλη, την Πόλη των Βυζαντινών, τη δική μας την Πόλη, την Κωνσταντινούπολη. Τι ήσυχοι που είναι ! Τι συλλογίζονται αυτοί γύρω μου; Στοχάστηκαν ποτέ πως βρίσκεται η Πόλη αυτή της Παναγίας, η Πόλη που παρακαλούν οι Βυζαντινοί να τους τη φυλάξη η Παναγία, πως βρίσκεται παρμένη από τους ξένους; Κι όμως είναι όλοι τους συναγμένοι εδώ, Δεν ακούνε τάχα τι λέγουν τα τροπάρια; Όχι. Δεν ξέρουν την έννοια της Κασσιανής, δε γνωρίζουν το Βασιλιά τους. Τι σημαίνει γι’ αυτούς Ακάθιστος Ύμνος; Κι όμως είναι δω συναγμένοι, επειδή συνάζονταν και κείνοι οι Βυζαντινοί στις εκκλησίες. Κ’ εγώ ήλθα εδώ για τον ίδιο λόγο. Και είναι, σαν τους Βυζαντινούς, Έλληνες κι αυτοί, χωρίς να ξέρουν την ιστορία τους, και ζουν σαν Έλληνες. Κ’ εγώ είμαι Έλληνας μα εγώ, που έχω κάποια γνώση της ιστορίας μου, είμαι άραγε καλλίτερος απ’ αυτούς; Τι διαφορετικό ή καλλίτερο απ’ αυτούς κάνω; Πηγαίνω κι εγώ στην εκκλησία, όπως πηγαίνουν κι αυτοί. Πηγαίνομε στην ίδια εκκλησία. Η ιστορία μας υπάρχει, κι αν δεν την ξέρωμε. Η τωρινή μας κατάσταση είναι αποτέλεσμα της ιστορίας μας είτε την ξέρουμε είτε μη». (Το μονοπάτι)
«Τα καλλίτερα πράματα του κόσμου είναι η δουλειά, η λατρεία του Θεού και ο θάνατος. Επειδή δεν μπορώ να πεθάνω πριν από τον καιρό μου, πρέπει να κάνω τ’ άλλα δυό. Πρέπει να δουλέψω και πρέπει να λατρεύω το Θεό». (Το μονοπάτι)
«Σκοπός της ζωής αυτής είναι η δουλειά. Μ’ αυτήν θα ξευγενίσω την ψυχή μου, θα την ετοιμάσω για την άλλη ζωή, την αληθινή. Και παρηγοριά θα’ χω τη λατρεία του Θεού, που θα με βοηθή να ετοιμάζωμαι για την αληθινή ζωή, γιατί είμαι αδύναμος και το σώμα μου με τραβά κατά πως θέλει. Ο θάνατος είναι η πύλη που θ’ ανοιχτή μπροστά μου, αφού ζήσω τη ζωή της γης. Γιατί να τονε φοβηθώ το θάνατο, αν ζήσω καλά; Δεν είναι η πύλη της αθανασίας, η πύλη της αρμονικής ζωής που θα κάμω μ’ εκείνους π’ αγαπώ, η πύλη της ατελείωτης ευτυχίας, αφού δε θα’ χω φόβο να τους χάσω πια ποτέ μου; Κι όμως είναι αλλόκοτο πράμα ο θάνατος. Κάθε άνθρωπος πιστεύει πως υπάρχει κι άλλη ζωή. Κ’ εκείνος που δεν το πιστεύει είν’ αδύνατο να μην έλθη μια στιγμή – ας είναι και της τελευταίας του ώρας – που θα το δη και θα το πιστέψη. Και τότε θ’ ανησυχή και θα φοβάται και θα λεη: «Έζησα όπως έπρεπε; έζησα σύμφωνα με το νόμον του Θεού;» και θα δη παντού την αδειοσύνη της ζωής και θα περάσουνε σαν αστραπή μπροστά του και σαν όνειρο η ζωή του όλη ξεχειλίζοντας κακία και ελαττώματα και λάθη προς το Θεό. Τι μπορεί να κάμη τότε; Σηκώνει τα μάτια στον ουρανό και φωνάζει «Θεέ μου, σώσε με» και τρέμει το σώμα του το θάνατο. Σε μια στιγμή το σώμα του γίνεται άψυχο, τα χρώματα φεύγουν από το πρόσωπο και τα χείλη μένουν χωρίς έκφραση. Τέλειωσε η ζωή της γης. Που είναι η ψυχή του; Ποιος μπορεί να ξέρη; Εχ’ ελπίδα στο Θεό και πάρε για παράδειγμα της ζωής σου τη ζωή την τέλεια του Ιησού Χριστού». (Το μονοπάτι)
«Να! Βλέπω τον Ιησού Χριστόν. Πως υποφέρει! πως υποφέρει για την τελειότητα της αρετής! Τώρα είμαι μόνος. Μα έπειτα θα έλθουν γύρω μου οι άλλοι και τότε πόσες έννοιες έχω, ξεφυτρώνουν γύρω μου οι πειρασμοί και οι στεναχώριες και δε βλέπω πια τον Ιησού Χριστό. Ποιος θα με βοηθήση; Τα παραδείγματα λυώνουν και αφανίζονται ούτε φίλοι ,ούτε γονιοί, ούτε συγγενείς, ούτε λογική μπορούν να με βαστάξουν από το κακό. Ποιος θα με βοηθήση; Θεέ μου, Θεέ μου, συ είσαι ο μόνος. Γιατί συ ποτέ δε φεύγεις από κοντά μου. Σε βλέπω και όταν κάνω το κακό καμιά φορά είναι τόσο δυνατώτερο από τη θέλησή μου. Κάθε ώρα, κάθε στιγμή της ζωής μου είσαι κοντά μου. Μα γιατί δε μ’ εμποδίζεις να κάνω το κακό; Γιατί βρίσκομαι μια στιγμή ψηλά και είμαι μεγάλος και την ερχόμενη στιγμή βρίσκομαι ριγμένος κάτω μικρότατος; Γιατί δεν είμαι πάντα ψηλά και μεγάλος; Γιατί Θεέ, μας έκαμες από σάρκες και πνεύμα, και όχι σαν τους αγγέλους από πνεύμα μόνο, άξιο δημιούργημά σου και γιατί Θεέ μου, γιατί δεν μπορούμε να φτάσωμε το τέλειο;». (Το μονοπάτι)
«Υποστηρίζω την ορθόδοξη θρησκεία, επειδή είναι ελληνική. Και την υποστηρίζω πως ; Πηγαίνοντας στην εκκλησία, κάνοντας τον σταυρό μου, βοηθώντας τους δεσποτάδες στα χρέη τους, φιλώντας εικόνες και των παπάδων τα χέρια, δίνοντας τη δεκάρα μου στους δίσκους. Υποστηρίζω το σύστημα της εκκλησίας. Στον υπόδουλο Ελληνισμό η εκκλησία είναι ένα κέντρο και δεν ξεχωρίζει από το σχολείο. Πνευματική ζωή σε πολλά μέρη για πολύν καιρό, ελληνική, δεν υπήρχε άλλη από τις λειτουργίες στην εκκλησία και από το μάζωμα του κόσμου εκεί. Ήταν το μόνο αληθινό ανθρωπομάζωμα, η μόνη εθνική διαδήλωση. Και ακόμη είναι, σε πολλά μέρη. Εδώ στο Δεδέαγατς, που ήλθαν απ’ όλα τα μέρη του Ελληνισμού άνθρωποι για να εγκατασταθούν και να προκόψουν, εδώ που είναι κάθε καρυδιάς καρύδι, τι ενώνει τους Έλληνες, τι απαλαίνει τις διαφορές τους, αν όχι η εκκλησία; Και οι γυναίκες, που τραβούν τους άντρες τους στην πατροπαράδοτη εκκλησία, οι Ελληνίδες, που μαζεύονται πάντα στην εκκλησία, κάνουν μεγάλη εθνική δουλειά και τις ευγνωμονώ, ενώνουν περισσότερο τους Έλληνες της Κεφαλληνίας, της Χίου, της Θράκης, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, του Μωριά και της Πόλης και της Σμύρνης και του λένε, χωρίς λόγια, πως πρέπει να συνεργάζωνται όλοι μαζί για να διατηρήσουν την εκκλησία, των γυναικών την εκκλησία, γιατί αυτών είναι». (Ο ελληνισμός μου και οι Έλληνες)
«Κάθε απόγευμα μεσ’ στην απομεσημεριάτικη ζέστη, δεν κοιμούνταν ο Αλέξης, παρά διάβαζε κάτι παλιά τετράδια, που τα είχε γεμίσει γραψίματα από τότε που ένοιωσε πως ήταν ανάγκη να γράφη τις σκέψες του για να καθαρίζωνται. Και σημείωνε σ’ έν’ άλλο τετράδιο κάθε παρατήρηση που έκανε για τα παλιά του τετράδια και κάθε θύμηση που φύτρωνε, μάζευε όλα τα σχετικά είτε γραμμένα είτε άγραφα και τα συγύριζε ταχτικά σε κάθε χρόνο της ζωής του. Έπειτα εσύγκρινε τον κάθε χρόνο με τον πρωτιτερινό και έβλεπε πως είχε σαλέψει ο νους του και πόσο είχεν αλλάξει θέση δεξιά ή αριστερά ή βορινά ή νότια ή επάνω ή κάτω. Έπειτα, όταν στέγνωνε, άνοιγε ένα βιβλίο του Barres και διάβαζε μερικές σελίδες, λίγες σε πολλήν ώρα, και άλλοτε πάλι έπαιρνε τη «Μίμηση του Ιησού Χριστού» και κεντούσε τις αντιλογίες ή τις συμφωνίες του στα κεφάλαια του ζωντανού αυτού βιβλίου». (Το μονοπάτι)
«Ο Αλέξης κάθε μεσημέρι σπούδαζε τα παλιά τετράδια και τις θύμησες, άλλοτε με κέφι, άλλοτε χωρίς. Κατά το τέλος του καλοκαιριού ήταν πιο κουρασμένος, διάβαζε συχνά τη «μίμηση του Ιησού Χριστού» και έλεγε.
– Δεν είμαι σιδερένια μηχανή, είμαι νευρική μηχανή, γι’ αυτό όλες οι ώρες δεν είναι καρπερές». (Το μονοπάτι)
«Από τη Σαμοθράκη στο βασίλεμα του ηλίου φαίνεται που ξεπροβάλλει από τη θάλασσα μέσα στο φως, μια μυτερή πανύψηλη κορυφή, ο Άθως. Έγινε προσκύνημα μιας άλλης θρησκείας. Στα ιερά της Σαμοθράκης πήγαιναν να προσκυνήσουν μικροί και μεγάλοι. Μικροί και μεγάλοι πήγαιναν έπειτα στο άλλο προσκύνημα στο Άγιον Όρος με τα πολλά μοναστήρια. Στρατηγοί και βασιλιάδες προσκυνούσαν στη Σαμοθράκη. Πρίγκηπες γίνονταν μοναχοί στον Άγιον Όρος. Και οι ίδιοι οι Σαμοθρακίτες που λάτρεψαν τους Καβείρους και έκαναν τα μυστήρια, οι ίδιοι πιστεύουν και προσκυνούν τώρα το Χριστό που η θρησκεία του στο Άγιον Όρος έφτειασε τα μοναστήρια». (Σαμοθράκη)
«Υποστηρίζω την θρησκεία μας, επειδή είναι αχώριστη από την ιστορία μας, είναι η συνέχεια της ιστορίας του γένους. Και υποστηρίζω την θρησκεία μας, και επειδή, αν δεν την είχαν αυτήν, θα είχαν άλλη και όλες οι θρησκείες είναι το ίδιο πράγμα. Αν έπαιρνα από μερικούς Έλληνες την θρησκεία τους, θα γίνονταν ή άθεοι ή μασόνοι ή δήθεν φιλόσοφοι ή θα έπαιρναν άλλες ανόητες πόζες και ιδέες τωρινές, που τις σιχαίνομαι. Καλλίτερα έχω να μένω προσκυνώντας ένα είδωλο παλιό, παρά ένα καινούριο. Όταν κάνω τον σταυρό μου, δεν συλλογίζομαι τον εσταυρωμένον ούτε την θρησκεία του. Μπορεί να μη συλλογίζομαι τίποτε ή να συλλογίζομαι παλιά, πολύ παλιά και νεώτερα πράγματα, εικόνες από την ιστορία μου. Και την θρησκεία μας την υποστηρίζω πηγαίνοντας στην εκκλησία, κάνοντας τον σταυρό μου, ανάβοντας ένα κερί, δίνοντας την πεντάρα μου στον δίσκο, στεκόμενος μια δυο ώρες όρθιος. Ίσως έχει και το καλό η θρησκεία μας, πως την έχομε συνηθισμένη, που δεν είναι ανάγκη να τη συλλογιζόμαστε. Τίποτε δε μας ξαφνίζει μέσα της». (Ο ελληνισμός μου και οι Έλληνες)
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:
Αλέξανδρος Καρράς
[youtube https://www.youtube.com/watch?v=qvsZNQuxsMY&w=854&h=480]